Η Δόρα και η Λιάνα, δύο ορφανά κορίτσια, βρίσκονται το βράδυ στο περιβόλι του παρθεναγωγείου στο οποίο διαμένουν γιατί έχουν δώσει κρυφά ραντεβού με τον Εύελπι Φαίδη. Η Δόρα έχει συνάψει σχέση με τον νεαρό και η Λιάνα, αν και κρυφά ερωτευμένη μαζί του, τους βοηθάει «κρατώντας τσίλιες». Στο δεύτερο μέρος, λίγα χρόνια αργότερα, μαθαίνουμε πως η Δόρα και ο Φαίδης παντρεύτηκαν. Επιστρέφοντας όμως από το γαμήλιο ταξίδι τους, η Δόρα αρρωσταίνει βαριά και ο Φαίδης συνειδητοποιεί ότι ήταν πάντα ερωτευμένος με τη Λιάνα. Έτσι, της στέλνει ένα γράμμα ενημερώνοντας την για την καινούρια τους διεύθυνση και το επόμενο πρωί η Λιάνα επισκέπτεται το ζευγάρι στο δωμάτιο του ξενοδοχείου στο οποίο μένουν. Η Δόρα ενθουσιάζεται με την απροσδόκητη επίσκεψη της φίλης της, αναπολεί τις παλιές τους στιγμές και αναφέρεται συχνά στην αδυναμία που είχε ο Φαίδης στη Λιάνα. Ο Φαίδης μόλις μένει μόνος με τη Λιάνα της αποκαλύπτει πως τα αισθήματα που ένιωθε γι’ αυτήν ήταν πολύ πιο βαθιά από εκείνα που ένιωθε για την Δόρα. Η σοβαρή κατάσταση της υγείας της Δόρας και ο λιγοστός χρόνος που της απομένει, την οδηγεί στην απόφαση να φέρει πιο κοντά το Φαίδη και τη Λιάνα. Η αμηχανία όμως των δύο νέων μπροστά στην επιθυμία της Δόρας να τους κάνει ζευγάρι και να τους αναγκάσει να φιληθούν, αλλάζει τα σχέδιά της. Η συνειδητοποίηση πως η Λιάνα και ο Φαίδης είναι ήδη ερωτευμένοι, γίνεται η αιτία για τις μετέπειτα πράξεις της. Πράξεις που έχουν μοναδικό στόχο να κρατήσουν το Φαίδη και τη Λιάνα μια για πάντα μακριά. Εκμεταλλευόμενη το γεγονός πως ο Φαίδης δεν πρόκειται να της χαλάσει χατίρι εξαιτίας της κατάστασής της, του ζητάει να καλέσει για ακόμα μια φορά την Λιάνα. Η Δόρα εκβιάζει από τους δύο μια ομολογία αγάπης και απαιτεί από την Λιάνα να στεφανωθεί με τριαντάφυλλα όπως έκανε κι αυτή. Ακολούθως η Δόρα ζητάει από τον Φαίδη να φιλήσει την Λιάνα μια τελευταία φορά, ξέροντας πως αυτό που θα ακολουθήσει θα τους χωρίσει για πάντα. Η αυλαία κλείνει με την Δόρα να αποχωρεί από το δωμάτιο και να αυτοκτονεί.