«Ξέρεις πολύ καλά […] πως η ψυχή μου βρίσκεται σταματημένη στο μοιραίο αυτό σταυροδρόμι, αναποφάσιστη ν’ ακολουθήση το δρόμο που θα με φέρει στη δόξα ή στον Όλεθρο. Σου ’γραψα, μέχρι ανιαρότητας, τόσες φορές την απελπιστική κατάσταση της οικογένειάς μου. Να κατεβώ από τώρα στην Ελλάδα και να εξασκήσω στο νεκροταφείο αυτό επάγγελμα μουσικού, βέβαιη η επιτυχία μου. Μα χάνω την σειρά της μελέτης μου και μου ’ναι τόσο ενοχλητικό, τόσο ανυπόφορο, γελοίο σε διαβεβαιώ, να υπογράψω έτσι από τώρα με τα 21 μου χρόνια την σε θάνατο πνευματική και μουσική μου καταδίκη. Aν εξακολουθήσω τις σπουδές μου πρέπει να βγάλω μια για πάντα την ιδέα του γυρισμού μου στην Αθήνα […]. Και οι δικοί μου; Θα χάνουνται με τον καιρό σέρνοντας στο χαμό τους την ηρεμία της συνείδησής μου […]. Και βέβαια θ’ ακολουθήσω τον δεύτερο δρόμο κι ας μην έχω τίποτα εξασφαλισμένο. Είναι άλλωστε τόσο όμορφο και ιδανικό να πεθαίνει κανένας υπερασπίζοντας τον “Ισπανικό πύργο” των παιδικών του ονείρων». Επιστολή στη Νέλλη Ασκητοπούλου, 06/07/1925