Όταν απολύθηκα, τέλη του ’87, πέρασα από το Διακοφτό. Χιλιόµετρα πιο πέρα, ήταν το µέρος που έκανες διακοπές. Ήρθα εκεί και κάθισα σε ένα παγκάκι, στον παλιό σιδηροδροµικό σταθµό. Δίπλα µου ήταν παρατηµένη µια περσινή εφηµερίδα. Την πήρα και προσποιήθηκα ότι διαβάζω. Περίµενα το τρένο, να περάσει και να κατέβεις εσύ. Θα φόραγες, λέει, ένα ανοιχτόχρωµο καπέλο και θα κρατούσες µία φλοράλ οµπρέλα. Δεν υπήρχε τρένο, ούτε σταθµάρχης ούτε επιβάτες. Ο χρόνος πέρναγε αργά, σαν ταινία του Αγγελόπουλου. Έγινα ηθοποιός στο έργο της ζωής µου. Ξεβάφτηκα κι έφυγα.
Γιατί να θες τόσο ένα άνθρωπο κι όλοι οι άλλοι να είναι σκιές; Γιατί να φτάνεις στο σηµείο, να αποκοµίζεις την ύψιστη ηδονή από ένα συγκεκριµένο πλάσµα; Γιατί να µην υπάρχει φαρµακείο για αυτούς τους πόνους; Γιατί από πρίγκιπας να γίνεσαι ζητιάνος;