Καλοκαίρι 1966.
Ο Σπύρος, µαθητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, περνά τις διακοπές του φιλοξενούµενος από την οικογένεια ενός ζωγράφου στο νησί. Είναι ένα σηµαδιακό καλοκαίρι, όχι µόνο για τον ίδιο αλλά και για την οικογένεια που τον φιλοξενεί. Λίγο αργότερα, ο Απρίλιος του ’67 αλλάζει τα πάντα στη ζωή του.
Η ιστορία του Σπύρου είναι η ιστορία και πολλών άλλων της γενιάς του. Είναι η ιστορία ενός νεαρού ζωγράφου που αρνήθηκε να προδώσει την παρέα του αλλά πρόδωσε το όνειρό του.
Τότε, µέσα της δεκαετίας του ’60, ο κόσµος όλος ήταν όπως εµείς – είκοσι χρονών. Μαζί µε εµάς είχε ξαναγεννηθεί η ζωή, όλα είχαν αλλάξει, ακούγαµε τα νέα τραγούδια που έπαιζαν στις µπουάτ της Πλάκας, τον Τιπούκειτο, την Απανεµιά, το Συµπόσιο, τη Ρουλότα και ένα σωρό άλλες. Αντί για τις ντιζέζ µε τα µικρόφωνα, νέοι τραγουδιστές, κορίτσια και αγόρια που θα µπορούσαν να είναι συµµαθητές µας στη Σχολή, παιδιά κι εκείνα σαν εµάς, µε φωνές απλές, χωρίς στόµφο, έλεγαν τα καινούργια τους τραγούδια πάνω σε στίχους που είχαν καθαρή ποίηση. Το φως µιας επανάστασης αχνόφεγγε, ο παλιός κόσµος βούλιαζε και εµείς, αποµακρυσµένοι από το όλο και πιο απρόσωπο κέντρο της πόλης, κρυµµένοι στις παραµεληµένες γειτονιές της, φέρναµε τον καινούργιο.
Απόσπασμα από το κείμενο