Όμως κάτι έπρεπε να σκεφτεί να πάρει μαζί του. Γιατί δεν μπορούσε να πάει με άδεια χέρια. Τα λουλούδια σ’ ένα Νεκροταφείο Λέξεων θα ήταν άσχετα με το θέμα, περιττά. Σκέφτηκε αρκετά. Και τελικά το βρήκε. Θα τους πήγαινε δυο τρεις λέξεις καινούριες. Ολοκαίνουριες, ει δυνατόν της ημέρας. Για τις κείμενες ψυχές των πρόωρα χαμένων λέξεων θα ήταν μια παρηγοριά.
Μηχανές που μαντεύουν το μέλλον, λέξεις που αναζητούν έναν τόπο να αναπαυτούν, σπίτια με τα μάτια ερμητικά κλειστά, καπέλα που ταξιδεύουν και άλλες καθημερινές συγκινήσεις συνθέτουν ένα σύμπαν από σαράντα μία μικρές ιστορίες, όπου το παράδοξο συστήνεται ως πραγματικό. Και όπως στην περιπέτεια της ζωής αέναα το ευτράπελο συνυφαίνεται με το δραματικό, η απάντηση στο παράλογο τείνει στη σιωπή. Τότε, αναλαμβάνουν τα αντικείμενα να διηγηθούν τις ιστορίες που οι άνθρωποι αδυνατούν να πουν.