Την κορυφή του κόσμου δεν την έχω γνωρίσει ποτέ. Την κοιτάζω ωστόσο απ’ τους πρόποδες, βέβαιος ότι με γνώρισε εκείνη∙ με κατέκτησε, δηλαδή, με την τελευταία ματιά της. Εδώ ιστορώ όσα βλέπουν τα μάτια της. Ήμουν μέσα σ’ ένα σύννεφο / Την ώρα εκείνη αυτοκτονούσα / Τώρα πια δεν μπορώ να κάνω πίσω / Τώρα είμαι πεθαμένος / Τρεις φορές έδωσα το μαχαίρι με τα χέρια μου, τρεις / Και φίλησα το χέρι του τρεις / Τι θέλω τώρα και γράφω ο πεθαμένος; / Τώρα πια δεν μπορώ να κάνω πίσω / Γιατί θέλω να ξαναζήσω; / Γέροντά μου φονιά μου. Το ποίημα απ’ όπου αντιγράφω έχει τίτλο «Η κουρά». Τον ποιητή, τον γέροντα Μωυσή τον Αγιορείτη, τον συνάντησα πριν από χρόνια στον Άθωνα. Ήταν ένας αυτόχειρας και φονιάς, ένας καταπληκτικός άνθρωπος. Του δίνω λοιπόν το μαχαίρι, ασπάζομαι το χέρι του τρις, του ζητώ να σκοτώσει κι εμένα – κι εσάς. Και περιμένω, περιμένω. Τα ύψη στα χαμηλά.