Καθ’ όλη τη δεκαετία του ‘90, οι Rage Against the Machine αποτέλεσαν ακλόνητο σημείο αναφοράς, τόσο για τις δαιμονικές νότες που παρήγαγαν όσο και για την κατ' επιλογήν ταύτιση της τέχνης τους με το πολιτικό μήνυμα. Αυτό το ηλεκτρισμένο κράμα «ραπομεταλοκομμουνισμού», όπως χαρακτηρίστηκε από τα καθηλωμένα αμερικανικά μίντια, είχε ως φυσικούς αυτουργούς τέσσερις κορυφαίους μουσικούς, τους Ζακ ντε Λα Ρότσα, Τομ Μορέλο, Τιμ Κόμερφορντ και Μπραντ Γουίλκ, των οποίων οι οργανικές ιδεολογικές και καλλιτεχνικές επιρροές εκτείνονται από τη Μεξικανική Επανάσταση, τους αντι-ιμπεριαλιστικούς αγώνες και τους Μαύρους Πάνθηρες, μέχρι τους Public Enemy, τους Led Zeppelin, τους Clash και το ατόφιο, ακατάλυτο αμερικάνικο χάρντκορ.
Γαλουχημένοι στο απόγειο του ριγκανισμού και της εξαθλίωσης μεγάλων λαϊκών στρωμάτων, της νεοφιλελεύθερης παντοδυναμίας και του «τέλους της ιστορίας», οι RATM έσκυψαν πάνω από τα πολιτικά σημαίνοντα που ανέβλυζαν στις ρωγμές της αυτοκρατορίας, τα τύλιξαν σε κόκκινα πανιά και τα διέχυσαν σε όλα τα μουσικά μήκη και πλάτη της γης, καθιστώντας την στρατευμένη τέχνη ακονισμένη και ολοζώντανη στον δημόσιο διάλογο.
Έως και τον Οκτώβριο του 2000, όταν και επήλθε το επώδυνο break, είχαν φροντίσει να αφήσουν πίσω τους μια σπάνια κληρονομιά. Τρία πρωτογενή άλμπουμ, αμέτρητα ιστορικά Live, στοχευμένες πολιτικές παρεμβάσεις και πάνω απ' όλα, την πραγμάτωση της τέχνης σε εργαλείο διαλεκτικής ανάμεσα στα πολιτικά γεγονότα και τις μάζες, και ταυτόχρονα, αμφισβήτησης, της δυτικής πολιτισμικής ηγεμονίας.
To βιβλίο αυτό ανιχνεύει τις τρεις δεκαετίες διαδρομής του συγκροτήματος που καθόρισε την έννοια της στρατευμένης μουσικής, ιχνηλατώντας παράλληλα τις ζωές και το υπόβαθρο των «τεσσάρων ένοχων μελών» καθώς και το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον εντός του οποίου αναδείχθηκαν, επηρεάστηκαν και έδρασαν ως φορείς μιας εξεγερσιακής καλλιτεχνικής πρωτοπορίας.