Πάντα φοβόμουν την απλή ζωή.
Άφθαρτη σόλα, καθαρή,
χωρίς ταξίδι.
Πάντα φοβόμουν στο φλιτζάνι του καφέ
μη βγει ο δρόμος που τον ξέρω ήδη.
Μα αν δε χαθείς, αν δε βρεθείς, αν δεν αλλάξεις,
δε σου φανεί αξημέρωτη η βραδιά,
αν δεν κολλήσεις το γραμματόσημο με δάκρυ,
πώς θα σου λείψει τ' αδερφού σου η μυρωδιά;
Μα αν δε λυγίσεις, δεν κουραστείς, δεν ξαποστάσεις,
αν δε βρεθείς με την παλάμη σου αδειανή,
πώς θα γυρίσεις στο γνώριμο κρεβάτι
να κλάψεις πάλι για την απλή σου τη ζωή;