Η Μεριντιάνα έζησε μαζί με τον Σύλβεστρο Β΄, Πάπα της Ρώμης, μέχρι τον θάνατό του. Δεν την άφησαν να παρακολουθήσει την κηδεία του. Την κυνήγησαν. Εκείνη φορώντας μαύρα ρούχα υπέμεινε τις απειλές, τις λοιδορίες, τις ύβρεις. Στάθηκε δίπλα του μέχρι το τέλος. Γιατί την είπαν δαιμόνισσα; Η γυναίκα του ήταν. Αυτή, που δεν μπορούσε να παντρευτεί. Αυτή, που την αγαπούσε και τον αγαπούσε. Που τον στήριξε. Που τον ανέβασε ψηλά όχι με μάγια. Με την αγάπη της, με το μυαλό της.
Ανοίγει με μεγαλόπρεπες κινήσεις το βιβλίο. Σκίζει το κάλυμμα στο πίσω μέρος του και βγάζει έναν πάπυρο που ήταν κρυμμένος εκεί, από το 1470.
Η φωνή της ένα βουητό. Μια κραυγή.
«Είμαι η Αγκράτ Μπατ Μαχλάτ. Επάκουσόν μου, Κύριε.
Είμαι η Λίλιθ. Σου το όνομα το τετραγράμματον.
Είμαι η Εισέθ Ζεναμίμ. Σου το όνομα το επταγράμματον.
Είμαι η Νοαμάχ. Δια την αρμονία των επτά φθόγγων».
Κάπου στον ουρανό, στον αέρα, στα νερά, στα τάρταρα, οι κραυγές ενώνονται. Γίνονται μια φωνή. Δυνατή. Απόκοσμη.