Ηταν Απρίλης του 1939 όταν ο Σάββας, από τον Άγιο Θωμά Μεσολογγίου, 40 και… χρόνων, μοναχογιός, με κληρονομημένο από τον πατέρα του βιος και τέσσερις αδερφές στο κατόπι του να τον υπηρετούν –για πάντα πίστευε ο ίδιος, ίσαμε να τους γυαλίσει στο μάτι κάποιος αρσενικός, ήταν η αλήθεια– παντρεύτηκε τη δεκαοχτάχρονη Ερατώ, από το Κρίκελλο Ευρυτανίας. Ήταν πανέμορφη η Ερατώ κι είχε, βασικό αυτό για τον Σάββα, προίκα μεγάλη, ατόφιο χρυσάφι, σε λίρες μετρημένη. Η ευτυχία τους, αν και προμηνυόταν απέραντη, περιορίστηκε σε λίγο ξάστερο ουρανό, μοιρασμένο σε δυο μικρά ματάκια, και κάμποσο απ’ του ήλιου το χρυσάφι στα μαλλάκια του ενός και μοναδικού τους μωρού. Γρήγορα ήρθε ο πόλεμος, άγριο δρολάπι, ορμητικό και βίαιο, με τρεις, όχι έναν, αβυσσαλέους εχθρούς –τους Ιταλούς, τους Γερμανούς και τους Βούλγαρους– και μαστίγωσε τη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη δοκιμάζοντας ανθρώπους και πράγματα. Προπαντός ανθρώπους… Νέοι ήταν εκείνοι που ανέβασαν στον ιστό της ανάγκης τη σημαία της αντίστασης και του ονείρου. Νέοι εκείνοι που, μες στο άφατο σκοτάδι του φόβου και του θανάτου, μοίραζαν στους ανθρώπους φως με το «Δεύτε» στα χείλη, δείχνοντάς τους τον λυτρωτικό δρόμο του αγώνα. Ο Σάββας, που πέντε παλάμες φως τον μέτρησε η μάνα του σαν γεννήθηκε, διάλεξε το σκοτάδι και την υποταγή στην άνομη δύναμη κι εξουσία. Και δεν ήταν ο μόνος… Τέσσερα χρόνια πέρασαν ίσαμε την απελευθέρωση κι ακολούθησαν ακόμα τρία, που διαπραγματεύεται αυτό το μυθιστόρημα. Εφτά χρόνων ημέρες, από την κήρυξη του πολέμου μέχρι το 1947, κι οι πιο πολλές κόκκινες, αίμα, τριαντάφυλλα εκατόφυλλα…