«Ο νους του αγκάλιασε πονετικά την Κρήτη.
Την αγαπούσε σαν ένα πράμα ζωντανό, ζεστό, πού `χε στόμα και φώναζε, και μάτια κι έκλαιγε, και δεν ήταν καμωμένη από πέτρες και χώματα κι από ρίζες δέντρων, παρά από χιλιάδες χιλιάδες παππούδες και μάνες, που δεν πεθαίνουν ποτέ τους, παρά ζουν και μαζεύουνται κάθε Κυριακή στις εκκλησιές κι` αγριεύουν κάθε τόσο, ξετυλίγουν μέσα από τα μνήματα μια θεόρατη σημαία και πιάνουν τα βουνά.
Κι απάνω στη σημαία ετούτη, χρόνια σκυμμένες οι αθάνατες μάνες, έχουν κεντήσει με τα κορακάτα και γκρίζα και κάτασπρα μαλλιά τους τα τρία αθάνατα λόγια:
ΕΛΕΥΤΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ.
Μια στιγμή τα χείλια του, τα φρύδια του, τα μάτια του έπαιξαν, κοίταξε γύρα τους συντρόφους, κάτω την Τουρκιά, «πάνω τον ακατοίκητο ουρανό... «Ελευτερία ή θάνατος!» μουρμούρισε κουνώντας άγρια την κεφάλα του. «Ελευτερία ή θάνατος, ε κακομοίρηδες Κρητικοί! Ελευτερία και θάνατος! Αυτό πρέπει να γράψω εγώ στο μπαϊράκι μου αυτό `ναι το αληθινό μπαϊράκι του κάθε αγωνιστή! Ελευτερία κ α ι θάνατος!»
Ο Καπετάν Μιχάλης είναι η σύγχρονη Ιλιάδα του Καζαντζάκη.
Κρήτη, τέλη του 19ου αιώνα. Ένας επικός αγώνας εκτυλίσσεται ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους, ανάμεσα στο Χριστιανισμό και το Ισλάμ.
Ελευθερία ή Θάνατος! Η Κρήτη είναι ένα νησί στο οποίο καίει μια φλόγα. Ακόμη και σε καιρό ειρήνης, οι περισσότεροι ήρωες αυτού του βιβλίου κινούνται από μια δαιμονική φωτιά. Δεν φοβούνται το θάνατο και αγαπούν τη ζωή με έναν τρόπο αισθησιακό.
Ο Καπετάν Μιχάλης πολύ απέχει από το να είναι ένα τοπικιστικό μυθιστόρημα. Αντιθέτως, απεικονίζει λαμπρά την ορμή του ανθρώπου προς τη δικαιοσύνη και την ελευθερία, ενάντια στην τυραννία.
Είναι λοιπόν, ένα ψηφιδωτό από χαρακτήρες που βράζουν από πάθος, από κουλτούρες που συγκρούονται και ταυτόχρονα προσπαθούν να βρουν κοινό έδαφος, μια γλαφυρή αναπαράσταση ενός ολόκληρου κόσμου που δεν μπορεί πια να μείνει ο ίδιος.