Ο Περικλής Γιαννόπουλος μαζί με τον Ιωάννη Συκουτρή είναι οι δύο διασημότεροι αυτόχειρες του ελληνικού εικοστού αιώνα. Αυτοκτόνησε στον Σκαραμαγκά, έφιππος. Πυροβόλησε τον κρόταφό του αφήνοντας το άλογό του να επιστρέψει στην ακτή. Ήταν Απρίλιος του 1910. Δανδής των Αθηνών, δεν άφησε παρά μόνο μερικές σελίδες, γραμμένες στα ελληνικά του, που με την παραληρηματικότητά τους αναδεικνύουν τη δύναμη της γλώσσας μας. Τα κείμενά του προγραμμάτισαν την αισθητική της ελληνικής δημιουργίας από τη Γενιά του Τριάντα ως τον Ελύτη. Επηρέασαν ποιητές όπως ο Σικελιανός και όλη τη ζωγραφική που ακολούθησε.
Η αγάπη του Γιαννόπουλου για το ελληνικό τοπίο είναι δεμένη με τον έρωτά του για τη ζωγράφο Σοφία Λασκαρίδη. Τη συνάντησε τυχαία σ’ έναν δρόμο της Καλλιθέας, όμως έγινε η μοίρα του. Η ερωτική τους σχέση είναι η καρδιά του αφηγήματος.
Παρεξηγημένος, παραμελημένος, σήμερα ο Γιαννόπουλος είναι βορά ενός ελληνοκεντρικού εθνικισμού. Ο συγγραφέας προσπαθεί να τον δικαιώσει. Ο ελληνοκεντρισμός του είναι η απολογία μιας Ελλάδας που μέσα από την ταυτότητά της φιλοδοξούσε να πρωταγωνιστήσει στην Ευρώπη, άρα στον κόσμο, του καιρού του. Στράφηκε στο τοπίο όπως ο Πικάσο στράφηκε στις αφρικανικές μάσκες.
Ύπαρ ή όναρ, Περικλή; Το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι να δεις το βλέμμα του σιδερόφρακτου. Ύστατες προσπάθειες να του αντισταθείς. Περιφέρεσαι στη νυχτερινή Αθήνα με μιαν άμαξα γεμάτη βιολέτες. Ο εξωφρενικότερος των παλαβών της γης ψάχνει τον εαυτό του. Καλεί φίλους του στον κινηματογράφο και μετά για μπίρα. Τους διαβάζει την ιστορία του Όσκαρ Ουάιλδ για το αηδόνι, που έχει μεταφράσει, και αποχωρεί. Έχει συνάντηση με τον σιδερόφρακτο πολεμιστή που έπεσε στη θάλασσα της Σαλαμίνας. Του χρειάζεται να δει το βλέμμα που εκείνος κρύβει.
Απόσπασμα από το βιβλίο