Η Gail-Holst, αρκετά χρόνια μετά το κλασικό της βιβλίο «Ο δρόμος για το ρεμπέτικο», επιστρέφει με τη νέα της έκδοση «Ένα ταξίδι στο ρεμπέτικο για μικρούς και μεγάλους», την οποία συνυπογράφει μαζί με τη μουσικοπαιδαγωγό Ζωή Διονυσίου. Με ένα γλαφυρό κείμενο και την ξεχωριστή εικονογράφηση του Θάνου Κοσμίδη, το βιβλίο προσελκύει μικρούς και μεγάλους σε μια γνωριμία με τον θαυμαστό κόσμο του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Το βιβλίο αυτό ξεκίνησε όταν ένα μπαγλαμαδάκι αποφάσισε να μας διηγηθεί μια ιστορία. Το μπαγλαμαδάκι έζησε πολλά χρόνια, ταξίδεψε, είδε τον κόσμο γύρω του να αλλάζει, αλλά είχε πάντα ένα χάρισμα: όποιος το έπαιρνε στα χέρια του τραγουδούσε μόνο αλήθειες. Μπαρμπα-Γιάννη λέγαν το αφεντικό του, μαραγκός στο επάγγελμα και ερασιτέχνης μουσικός...
Η αφήγηση εκτυλίσσεται με φόντο τον Πειραιά, την ιστορία της Ελλάδας, των πολέμων, των αγώνων και συνάμα των τραγουδιών που γεννήθηκαν μέσα σε αυτές τις συνθήκες. Το μπαγλαμαδάκι προσκαλεί τους νέους σε ένα ταξίδι στον κόσμο του ρεμπέτικου.
Άραγε, σε αυτή τη δύσκολη εποχή που ζούμε, είναι ακόμα δυνατόν τα ρεμπέτικα τραγούδια να κάνουν τα πικρά της ζωής γλυκά;
Εισαγωγικό σημείωμα
11 Το μπαγλαμαδάκι συναντά το μπουζούκι
23 Στο καφέ αμάν… Σμύρνη, η μάνα του ρεμπέτικου
35 Χορός και λύτρωση
45 Η «Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς»
59 Πόλεμος και Κατοχή. Το μπαγλαμαδάκι πέφτει σε ξένα χέρια
73 Ο Στέλιος συναντάει το αστέρι του βορρά
83 «Μπουζούκι γλέντι του ντουνιά»
93 Ο Στέλιος αρχίζει τη δουλειά
107 Δικτατορία… το μπαγλαμαδάκι μένει ορφανό
123 Ο Στέλιος και το μπαγλαμαδάκι βρίσκουν νέο ρεμπέτικο τσαρδί
140 Ζει το ρεμπέτικο σήμερα;
146 Ζωή Διονυσίου: Τι μπορεί να προσφέρει το ρεμπέτικο
στους νέους σήμερα;
156 Λεξιλόγιο
160 Μουσικά όργανα και όροι
165 Μουσικοί
Πριν δύο χρόνια, η φίλη μου Μαρίζα Κωχ μου είπε: «Αυτή τη δύσκολη εποχή που
ζούμε είναι καιρός να μάθουνε τα παιδιά για τα ρεμπέτικα». Αυτό ήταν το έναυσμα.
Στον νου μου ήρθε μια ιδέα για μια ρεμπέτικη ιστορία με πρωταγωνιστή έναν μπα-
γλαμά. Η Ζωή Διονυσίου, καθηγήτρια στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο και συνεργάτιδα της
Μαρίζας, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να μετατρέψουμε την ιστορία του μπα-
γλαμά σε ένα ταξίδι στο ρεμπέτικο, που να απευθύνεται σε μικρούς και μεγάλους
της εποχής μας, με μια μουσικοπαιδαγωγική και εθνομουσικολογική ματιά. Μαζί με
τη Ζωή δουλέψαμε μήνες μέσω του διαδικτύου. Κάναμε έρευνα, βρήκαμε τραγούδια,
βιογραφίες, παλιές και νέες εκτελέσεις, πληροφορίες, ώστε να ταιριάξει η ιστορία μας
με όλη την ιστορική πορεία του ρεμπέτικου αλλά και με τη δύσκολη πραγματικότητα
της σημερινής Ελλάδας.
Ο Θανάσης Αθανασίου ήταν ο οδηγός μου στο ταξίδι στο ρεμπέτικο, παίζοντας
μπαγλαμά μαζί μου και λέγοντας ιστορίες για τα χρόνια του στον Πειραιά, όπου
έπαιζε με τον Μπάτη, τον Στράτο και τον Παπαϊωάννου. Μου είπε για τη δύσκολη
ζωή του στον Πειραιά, όπου έχασε και τα τρία παιδιά του, για τα χρόνια που ζούσε
στη Νέα Υόρκη παίζοντας σ’ ελληνικά μαγαζιά. Ο Θανάσης, εκτός από μουσικός,
ήταν και καλός μαραγκός, έφτιαχνε ωραία όργανα και ήταν ρεμπέτης με την καλύ-
τερη έννοια. Γεννήθηκε το 1912 στη Σαντορίνη, το καλύτερο σχολείο που πήγε
ήταν η Τρούμπα, έζησε για είκοσι περίπου χρόνια στην Αμερική παίζοντας μου-
σική και μετά το 1972 γύρισε στην Ελλάδα και έζησε στην Αίγινα ως το 2002, όπου
και πέθανε. Μισούσε τους «φιγουρατζίδες» και την «κακούργα κοινωνία». Ζούσε
απλά, αλλά ντυνόταν με στιλ. Φορούσε ωραίο Μπορσαλίνο, μυτερά παπούτσια και
μακρύ παλτό στους ώμους. Σπάνια, όταν είχε πιει λίγο κρασί παραπάνω, χόρευε
ένα ζεϊμπέκικο με το παλτό στους ώμους, και το καπέλο να σκιάζει τα μάτια του.
Μετρημένος ο χορός του, λιτός και αξιοπρεπής σαν τον ίδιο. Αιωνία η μνήμη σου,
μπαρμπα-Θανάση!
Η ιστορία του μπαρμπα-Γιάννη και του μπαγλαμά της ιστορίας μας δε βασίζε-
ται ακριβώς στη ζωή του Θανάση. Το βιβλίο περιέχει πολλά στοιχεία μυθοπλασίας,
αλλά και αλήθειες βασισμένες στη γνωριμία μας με το ρεμπέτικο.
Γκαίηλ Χολστ-Γουάρχαφτ | Ίθακα (Νέα Υόρκη), Ιανουάριος 2022
***
Το βιβλίο της Γκαίηλ Χολστ Ο δρόμος για το ρεμπέτικο το αγόρασα το 1995 όταν
βρισκόμουν στο Λονδίνο, κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών. Από
το πρώτο φυλλομέτρημα το βιβλίο στάθηκε καθοριστικό για μένα. Η Γκαίηλ –ή
Ηλέκτρα για τους Έλληνες φίλους της– ήταν ο άνθρωπος που με εισήγαγε στον
κόσμο του ρεμπέτικου, ήταν οδηγός και μύστης μου στο ταξίδι μου στην ελληνική
μουσική, όπως σπάνια κάποιοι συγγραφείς ανοίγουν νέους δρόμους στους αναγνώ-
στες τους. Μαγεμένη από τη γλαφυρότητα και τον αυθορμητισμό της, ξεκίνησε η
γνωριμία μου με το ρεμπέτικο. Ταυτόχρονα, μελετούσα την ελληνική παραδοσιακή
μουσική μέσα από τη μουσική παιδαγωγική επιστήμη, ψάχνοντας τη δική μου μου-
σική διαδρομή σε μια πορεία ανάμεσα στη λόγια και τη λαϊκή, ή στη δυτική και την
παραδοσιακή μουσική.
Τα τελευταία χρόνια γνώρισα την Γκαίηλ μέσω της κοινής μας φίλης Μαρίζας
Κωχ. Αφού γίναμε διαδικτυακές φίλες, γεννήθηκε η ιδέα να γράψουμε μαζί ένα
βιβλίο που να συστήνει στους σημερινούς νέους το ρεμπέτικο. Είδαμε την ιστορία
μας να εκτυλίσσεται παράλληλα με την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού και του
ελληνικού λαού. Έτσι, θεωρούμε ότι απευθυνόμαστε στους ανθρώπους του σήμερα,
μιλώντας τους για το ρεμπέτικο τραγούδι, ώστε να τους προσφέρουμε εφόδια και
τρόπους να χτίσουν τη δική τους σχέση μαζί του.
Το βιβλίο αυτό είναι μία απάντηση στις πιθανές ερωτήσεις: Τι μπορεί να προ-
σφέρει το ρεμπέτικο τραγούδι στους νέους σήμερα; Τι έχει να προσφέρει σε μια
γενιά που ζει σε άλλους ρυθμούς, σε έναν μετανεωτερικό κόσμο, με σαφή προτί-
μηση προς τα τεχνολογικά μέσα και τον εικονικό κόσμο; Είναι δυνατόν σε αυτή τη
δύσκολη εποχή που ζούμε να κάνουν τα ρεμπέτικα τραγούδια τα πικρά γλυκά για
τους ανθρώπους;
Ζωή Διονυσίου | Κέρκυρα, Ιανουάριος 2022
Σε ένα ξυλουργείο στον Πειραιά, κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό, κάπου στα
τέλη του 1930 ζούσε ο μπαρμπα-Γιάννης και το μπαγλαμαδάκι* του. Κάθε βράδυ,
όταν ο μπαρμπα-Γιάννης τελείωνε τη δουλειά του, αφού καθάριζε τα ροκανίδια,
έπλενε τα χέρια και το πρόσωπό του και καθόταν στη μικρή αυλή πίσω απ’ το μαγαζί.
Έπαιρνε στα χέρια του το μπαγλαμαδάκι απ’ τον τοίχο, που κρεμόταν όλη μέρα καρ-
τερικά, και ξεκινούσε να παίζει. Τότε ξεκινούσαν οι μαγικές στιγμές της ημέρας, που
κόπαζαν οι έγνοιες και ξυπνούσαν οι μελωδίες και τα τραγούδια. Το μπαγλαμαδάκι
στα έμπειρα χέρια του μπαρμπα-Γιάννη έβρισκε πάλι τη φωνή του, γινόταν σύντρο-
φος και οδηγός.
Πριν όμως ξεκινήσει να παίζει, έπρεπε το μπαγλαμαδάκι να κουρδιστεί. Τέντωνε
ο μπαρμπα-Γιάννης τις έξι χορδές* –ή τα τέλια* του– με τα κλειδιά, αλλά, όταν
τελείωνε το κούρδισμα* στο ρε, στο λα και στο ψηλό ρε,1 αισθανόταν ανακούφιση,
ήταν έτοιμος. Ακούγονταν οι χορδές του, τα τέλια του, σαν μια γλυκιά φωνή. Πόσο
όμορφα δονούνταν το σώμα του! Το μπαγλαμαδάκι έτρεμε από τη λαχτάρα του για
τη στιγμή που ο μπαρμπα-Γιάννης θα το έπαιρνε στα χέρια του και θα άρχιζαν ένα
τραγούδι μαζί. Με τον μπαρμπα-Γιάννη είχαν γίνει ντουέτο αχτύπητο