Η ζωή είχε τσακίσει τα φτερά του Βασίλη. Πράγµατα, καταστάσεις, άνθρωποι – κυρίως οι άνθρωποι. Ορφανός από µια µητέρα που φυλακίστηκε κι έναν πατέρα που τον εγκατέλειψε, γνώρισε ανασφαλή παιδικά χρόνια, τονισµένα µε γκρίζα χρώµατα από µια θεία που µπρος του σκότωνε ποντίκια σε µια γέρικη αυλή, και µια δικηγόρο που τον δίκαζε σ’ ένα ψυχρό γραφείο.
Υπήρχαν όµως και καλές στιγµές. Κάτι καταφύγια που ξεχείλιζαν ήρωες από βιβλία, πίνακες που ζωντάνευαν ένα λούνα παρκ µε ξύλινα αλογάκια στο καρουζέλ, ένα σιδερένιο ανοιχτήρι της κονσέρβας που πέταγε σαν µαγεµένη πεταλούδα…
Πόνος, δάκρυ, και µερικά διαλείµµατα χαράς… µα πάντα ένα τεράστιο, παγωµένο ερωτηµατικό. Καλά, κακά, αυτά έγιναν, µα τι τα θες; Συνήθεια. Όλα κατέληξαν κλουβί. Όλα!
Ώσπου µπήκε στη ζωή του αυτός. Με δυο πράσινα, γατίσια µάτια κι ένα ζεστό χαµόγελο. Ο Μάξιµος ήταν εκείνος που θα ερχόταν ν’ ανοίξει τα µάτια του Βασίλη για να τον κάνει να δει για πρώτη φορά αληθινά. Που θα τον γέµιζε µε έρωτα. Που θα του χάριζε φτερά, τα φτερά του Ίκαρου.
Θα καταφέρει ο Βασίλης να τα ταιριάξει στις δικές του πλάτες; Να τα ανοιγοκλείσει κόντρα στη φορά του ανέµου; Και το σπουδαιότερο: θα καταφέρει µια µέρα να πετάξει µακριά;
Ένας έρωτας ανάµεσα σε δυο ανθρώπους,
που δείχνει πως η δοτικότητα στην αγάπη
είναι σηµαντικότερη από την ασφάλεια της αρνητικότητας
στις τολµηρές δυνατότητες για ευτυχία.