Στα Έξι πρόσωπα, που ζητούν συγγραφέα για να ολοκληρώσει τη μισοπλασμένη λογοτεχνική τους υπόσταση και έρχονται στο θέατρο για να προσφέρουν στον θιασάρχη και στους ηθοποιούς το δράμα τους, το θέμα της απόλυτης ερημιάς του ατόμου εμφανίζεται με διπλή διάθλαση και έτσι γίνεται πλουσιότερο σε αποχρώσεις και σημασία. Τον μύθο της ζωής έρχεται να τον κάνει ακόμα πιο ξένο προς την αλήθεια το είδωλό της: η Τέχνη. Όταν οι ηθοποιοί δοκιμάζουν να παίξουν το δράμα των Έξι προσώπων, αυτά διαμαρτύρονται· εκείνο που βλέπουν να παίζεται δεν είναι εκείνο που έχουν ζήσει. Το Πρόσωπο: «Πιστέψτε με, θαυμάζω τους καλλιτέχνες σας, μα δεν είναι εμείς». Ο Θιασάρχης: «Είναι φως φανερό. Δεν είναι εσείς, είναι οι ηθοποιοί». Το Πρόσωπο: «Θαυμάσια, οι ηθοποιοί. Παίζουν, και μάλιστα έξοχα, τους ρόλους μας. Αλλά για μας, αυτό μας κάνει την εντύπωση ενός πράγματος διαφορετικού, που θα ήθελε να είναι το ίδιο κι όμως δεν είναι. Είναι ένα πράγμα που τους ανήκει, που δεν ανήκει πια σ’ εμάς...».
Το αποτέλεσμα; Δεν υπάρχει στο έργο αποτέλεσμα· αυτά τα φανταστικά Έξι πρόσωπα όπως μπαίνουν ξαφνικά μέσα στη σκηνή του θεάτρου την ώρα της δοκιμής και με την παρέμβασή τους ανατρέπουν τη λογική τάξη της πραγματικότητας, αλλάζουν τη ροή της, έτσι σε μια στιγμή εξαφανίζονται, αφού έχουν αποκαλύψει μερικές πτυχές από το φρικτό δράμα τους, για να μείνει στον θεατή μαζί με την εντύπωση της σύγχυσης ονείρου και αλήθειας η πικρή γεύση της τραγικής μοναξιάς του ανθρώπου – δεν τον καταλαβαίνει κανείς, ούτε ο ίδιος τον εαυτό του...