«Στη δυτική πλευρά του στρατοπέδου Νταχάου υψώνεται σήμερα ένα πανύψηλο κυκλικό κτίριο, κτισμένο κι αυτό από τους μελλοθάνατους με στρογγυλές πέτρες. Λένε μάλιστα πως όσο κτιζόταν κάθε μέρα, το γκρεμίζανε τη νύχτα οι Ναζήδες για να μην τελειώσει ποτέ…».
Ο Ειρηναίος Γαλανάκης, όπως σε όλα τα κείμενά του, γράφει με τα γράμματα της ψυχής του. Η διαφορά με το «Επί τον Ποταμόν Ρήνον» είναι ότι εδώ αποκαλύπτονται άγνωστες πτυχές από την απόφαση της ιεραρχίας της εκκλησίας να τον στείλει στη Γερμανία, απόφαση που όπως όλα δείχνουν δεν πάρθηκε με θρησκευτικά κριτήρια. Έρχεται στο φως, επίσης, η κοινωνική δράση του Ειρηναίου στη Γερμανία, αλλά και οι σκέψεις, οι ανησυχίες και οι προβληματισμοί του για τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα της εποχής. Ιδέες που δεν έχουν χάσει τη ζωτικότητά τους και παραμένουν επίκαιρες. Το συγκεκριμένο βιβλίο, μαζί με το έργο του «Επανάσταση των Συνειδήσεων», που επίσης κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ραδάμανθυς, συμπυκνώνουν σε μεγάλο βαθμό τη σκέψη του σπουδαίου αυτού ιεράρχη, κοινωνικού αγωνιστή και φιλοσόφου, ενώ παράλληλα αναδεικνύουν και τη μεγάλη προσφορά του στο λαό και στον τόπο.
«Στις 17 Δεκεμβρίου 1971 μου ήλθε στο Καστέλι Κισσάμου το τηλεγράφημα του Οικουμενικού Πατριαρχείου: «Εξελέγητε παμψηφεί Μητροπολίτης Γερμανίας. Συγχαρητήρια, Πατριάρχης Αθηναγόρας». Το τηλεγράφημα αυτό έφερε αναστάτωση στην ψυχή μου και στις Επαρχίες Κισάμου και Σελίνου. Διαμαρτυρήθηκα, γιατί χωρίς τη δική μου θέληση και χωρίς καμιά προειδοποίηση έγινε αυτή η «επιστράτευσή» μου. […] Αργότερα, βέβαια, ανακάλυψα πως υπήρχαν κι άλλες υστεροβουλίες και «σκοπιμότητες» στην επιστράτευση αυτή. […] Από τις πρώτες μέρες της ποιμαντορίας μου στη Μητρόπολη της Γερμανίας, είδα τους Έλληνες Μετανάστες όχι μόνο στις εκκλησίες, αλλά και στις φάμπρικες που δουλεύανε και στα σπίτια που μένανε, στα νοσοκομεία, στους δρόμους που γυρίζανε και τους πόνεσε η ψυχή μου. Τους έβλεπα σαν ένα Λαό, που αυτοεξορίστηκε για ένα κομμάτι ψωμί σε ξένα κλίματα και ζούσε όλα τα βάσανα και όλες τις πίκρες της ξενιτιάς…«.
«Δεν είμαστε οι σκλάβοι των μάρκων και των μηχανών της Ευρώπης. Κι αν είμαστε εργάτες, είμαστε Έλληνες και έχομε στο αίμα και το Πνεύμα μας πολιτισμούς και ανθρωπιά, λεβεντιά και περηφάνια.
Δεν είμαστε οι σκλάβοι της καπνιάς και της μουτζούρας των εργοστασίων της Ευρώπης. Κι αν είμαστε εργάτες, κτίζομε με τη δουλειά μας το σπίτι και τον τόπο μας, τη Γερμανία και την Ευρώπη.
Πολεμούμε και μεις σαν τους προγόνους μας να αναστήσωμε την Ελλάδα και να της χαρίσωμε προκοπή. Οι χιλιάδες των Ελλήνων της Γερμανίας δεν είμαστε ένα μπουλούκι αθλίων και αχρείων μεταναστών. Είμαστε μια στρατιά τιμίων ανθρώπων και δίνομε μια μάχη για την τιμή και την προκοπή της πατρίδας μας και της χώρας που μας φιλοξενεί.
Είμαστε μια στρατιά που κρατούμε τη σημαία μας και δουλεύομε κι αγωνιζόμαστε και τραγουδούμε:
«Και σαν πρώτα ανδρειωμένη
Χαίρε, ω χαίρε, λευτεριά»...».
Γεννήθηκε στο Νεροχώρι Αποκορώνου Κρήτης στις 10 Νοεμβρίου 1911. Σπούδασε στο Ιεροδιδασκαλείο Κρήτης και στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Aθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1937. Εργάστηκε ως καθηγητής θεολογίας σε σχολεία του νομού Χανίων μεταξύ 1938-1945. Το 1940 έλαβε υποτροφία για τη Γερμανία, την οποία δεν αποδέχθηκε λόγω του πολέμου. Το 1943, με αφορμή κήρυγμά του στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό των Χανίων, συνελήφθη από τις γερμανικές αρχές Κατοχής και οδηγήθηκε στις φυλακές της Αγιάς. Διασώθηκε από την εκτέλεση χάρη στην επέμβαση του Επισκόπου Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελου Ξηρουχάκη και της αντίδρασης θρησκευτικών και φιλανθρωπικών σωματείων των Χανίων. Το 1946 χειροτονήθηκε διάκονος και κατόπιν Πρεσβύτερος και του δόθηκε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Μετα-ξύ 1950-1952 έκανε μεταπτυχιακές σπουδές θεολογίας και κοινωνιολογίας στη Γαλλία, στα Πανεπιστήμια της Λιλ και του Παρισιού. Χρημάτισε υποδιευθυντής της Εκκλησιαστικής Σχολής Κρήτης. Το Δεκέμβριο του 1957 η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας της Κρήτης τον εξέλεξε Επίσκοπο Κισσάμου και Σελίνου. Από τη θέση αυτή, άρχισε να επιδίδεται σε σημαντικό φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο, δίνοντας λύσεις σε μεγάλα προβλήματα της περιοχής του. Στις 16 Δεκεμβρίου 1971 εξελέγη Μητροπολίτης της Ιεράς Μητρόπολης Γερμανίας, από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, παρά τη θέλησή του. Συνεργάστηκε με το Ελληνικό Πρόγραμμα της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, στο Μόναχο, το οποίο διηύθυνε ο Παύλος Μπα-κογιάννης, επαναφέροντας την εκπομπή "Το κήρυγμα του Σαββάτου" με αντιδικτατορικό, συχνά, περιεχόμενο. Στις 26 Ιανουαρίου 1981, έπειτα από μία πρωτόγνωρη σε μαζικότητα κινητοποίηση του λαού της Δυτικής Κρήτης, ο Μητροπολίτης Ειρηναίος Γαλανάκης επανήλθε στη Μητρόπολη Κισσάμου και Σελίνου. Στις 24 Αυγούστου του 2005 υπέβαλε την παραίτησή του για λόγους υγείας. Έκτοτε έζησε σε προχωρημένο γήρας κοντά στους αγαπημένους του συγγενείς στο σπίτι του στα Χανιά. Ο Ειρηναίος υπήρξε εμψυχωτής της ίδρυσης της Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρείας Κρήτης (ΑΝΕΚ, στις 10 Απριλίου 1967), της Εταιρείας Ανάπτυξης Αποκορώνου (ΕΤΑΝΑΠ), της Εταιρείας Σέλινο ΑΕ και πολλών άλλων εταιρειών λαϊκής βάσης, καθώς και του Αννουσάκειου Γηροκομείου και Θεραπευτηρίου, της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης, της Σχολής Κωφαλάλων στην Κίσσαμο, του Ιδρύματος Αγίας Σοφίας Αποκορώνου και του "Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών Ελευθέριος Βενιζέλος", του οποίου υπήρξε πρόεδρος μέχρι το τέλος της ζωής του. Εκοιμήθη στα Χανιά τη Μ. Τρίτη, 30 Απριλίου 2013, έχοντας συμπληρώσει το 101ο έτος της ηλικίας του.