Φεβρουάριος του 1893. Η μικρή αθηναϊκή κοινωνία συγκλονίζεται από τη διπλή αυτοκτονία δύο νέων ερωτευμένων, του ανθυπιάτρου Μιχαήλ Μιμήκου και της ωραίας Γερμανίδος Μαίρης Βέμπερ, γκουβερνάντας του μικρού πρίγκηπος Γεωργίου Β΄, υιού του (τότε) Διαδόχου και μετέπειτα βασιλέως του Ελληνικού θρόνου Κων/νου Α΄.
Πρώτη αυτοκτόνησε η Μαίρη, πέφτοντας από την Ακρόπολη. Την ακολούθησε – την επομένη τα ξημερώματα – ο Μιμήκος, που έδωσε τέλος στη ζωή του με μια σφαίρα στην καρδιά. Την κηδεία τους παρακολούθησαν χιλιάδες κάτοικοι της πρωτεύουσας, άνθρωποι κάθε ηλικίας, που έρραναν τους τάφους των δύο αυτών αγνών υπάρξεων με θάλασσα ανθέων.
Λέγεται μετ’ επιτάσεως, ότι λίγες ημέρες μετά την ταφή τους – απείχαν μόλις λίγα μέτρα ο ένας από τον άλλον – φίλοι του Μιμήκου πήδησαν τη μάνδρα του Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών, ξέθαψαν τη σορό του και την τοποθέτησαν δίπλα από αυτήν της Μαίρης. Οι δύο ερασταί «κοιμούνται» από τότε ήσυχοι, υπό τον γλυκύ αττικόν ουρανό. Δεν κατόρθωσαν να ενωθούν στη ζωή, αλλά οι ψυχές τους ταξιδεύουν έκτοτε αγκαλιασμένες σε αγγελικούς παραδείσους.
Η Μοίρα, δυστυχώς, επεφύλαξε άσχημο παιχνίδι στους δύο εκείνους νέους. Μια σειρά από άσχημες καταστάσεις, εμπόδια που από την πλευρά του πατρός τής Μαίρης φαίνονταν αξεπέραστα και περίεργες συγκυρίες, οδήγησαν σε απελπισία τη μικρή προτεστάντιδα του Βορρά, η οποία δεν βρήκε άλλη λύση από την αυτοχειρία.
Ο Μιμήκος έδωσε τέλος στη ζωή του μετά από μερικές ώρες, επειδή θεώρησε τον εαυτό του υπεύθυνο της συμφοράς.
Να σημειωθεί ότι, αρχικά ο Τύπος της εποχής μιλούσε για ατύχημα της Μαίρης, μέχρις ότου έγινε γνωστή η αυτοκτονία του ωραίου ανθυπιάτρου και ήλθαν στο φως οι λεπτομέρειες της δραματικής εκείνης ιστορίας. Μιας ιστορίας, που ακόμη και σήμερα, ύστερα από εκατόν τριάντα χρόνια, δεν αφήνει ασυγκίνητη την ευαίσθητη ψυχή.
Ο σημερινός αναγνώστης, διαβάζοντας το βιβλίο αυτό, ας προσπαθήσει να διεισδύσει στον παρθένο ψυχικό κόσμο του Μιμήκου και της Μαίρης, γιατί τότε μόνο θα καταλάβει τους λόγους για τους οποίους έκοψαν τόσον νωρίς το νήμα της ζωής τους.