«Ήρθε η ώρα, φιλήσαμε τη γιαγιά, που δεν μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυά της, ο πατέρας δάκρυσε και αυτός μαζί με την πεθερά- σύμμαχό του. Όλων τα συναισθήματα έμεναν παγωμένα αγάλματα στην άκρη στην προβλήτα, εκείνη τη χρονιά του ’68, με τη μάνα μου σιωπηλή και απόμακρη, περίμενε να ξεμακρύνει ο βράχος, να τον αφήσει πίσω της για να βγάλει όλο τον καταπιεσμένο αέρα που έκρυβε μέσα της.
Πήραμε τα λίγα πράγματα, τα κουρέλια μας, και αφήναμε πίσω μια ζωή στρωμένη, με κτήματα, σόγια και τάφους, για να πάμε πού;
Πέρα από την άκρη της απελπισιάς νομίζαμε, νόμιζε δηλαδή ότι κρυβόταν η ελπίδα μιας καλύτερης ζωής, στην ουσία όμως ήταν το κυνήγι της ουτοπίας, μιας χίμαιρας, που πολύ σύντομα θα ήταν και για τους δύο η σκληρή πραγματικότητα».