«Ο βοριάς φυσούσε μανιασμένα, παρασύροντας από τον ουρανό τεράστια χειμωνιάτικα σύννεφα, μαύρα και πυκνά, που έριχναν περνώντας στη γη σφοδρές νεροποντές. Η αγριεμένη σαν θεριό θάλασσα μούγγριζε και κτυπούσε με δύναμη στην όχθη πετώντας εκεί πελώρια κύματα, που με κίνηση αργή άφριζαν κι έσκαγαν σαν ριπές πολυβόλου. Ξανάρχονταν ρυθμικά το ένα μετά το άλλο, ψηλά σαν τα βουνά, σκορπίζοντας στον αέρα, κάτω από τα απόκρημνα βράχια, τον λευκό αφρό των κορυφών τους σαν οργισμένο ξέσπασμα τεράτων…».
c.