Ο συλλογικός αυτός τόμος αντλεί την έμπνευσή του από την ανάγκη να επανέλθει στο προσκήνιο η έρευνα πεδίου –η οποία προϋποθέτει τη φυσική παρουσία του ερευνητή– και να εκτεθούν όψεις του ερευνητικού εγχειρήματος που συνήθως δεν αποτελούν αντικείμενο επιστημονικής συζήτησης. Εστιάζοντας στον ερευνητή, αυτόν τον «άγνωστο» της έρευνας πεδίου, ο τόμος επιχειρεί να υπενθυμίσει πόσο αναγκαίος είναι ο αναστοχασμός για την ερευνητική διαδικασία και τους τρόπους παραγωγής και ανάλυσης δεδομένων, καθώς και για το τελικό προϊόν της έρευνας. Τα κείμενα που δημοσιεύονται συνιστούν αναστοχαστικές καταθέσεις προσωπικών ερευνητικών εμπειριών από έγκριτους ερευνητές που «επέστρεψαν» νοερά στο πεδίο και αναθεώρησαν την εκεί παρουσία και διαδρομή τους. Ενεργοποιώντας την ατομική τους μνήμη οι ερευνητές αυτοί ανέτρεξαν σε παραδείγματα προσωπικών τους ερευνών, αναψηλάφησαν «αθέατες» πλευρές του ερευνητικού τους βίου και προέβησαν σε απολογισμούς υπό το πρίσμα της απομάκρυνσης από το πεδίο και της απόστασης του χρόνου. Εξέθεσαν, έτσι, με τόλμη και ευθυκρισία, όψεις του ερευνητικού εγχειρήματος ιδωμένες από την σκοπιά του ερευνητή, αυτού του «ξένου» που επιχειρεί να διεισδύσει σε κοινωνίες και κοινωνικές ομάδες όντας, συνήθως, απρόσκλητος.
Ο τόμος προβάλλει την ερευνητική διαδικασία ως διαδικασία ζωντανή που συνοδεύεται, σε όλα στάδια της έρευνας, από αβεβαιότητες αποκαλύπτοντας ανάγλυφα πόσο ευάλωτος είναι ο ίδιος ο ερευνητής, ακόμα και όταν μελετά πληθυσμούς κοινωνικά ευάλωτους. Η διάθεση των συγγραφέων να εκθέσουν με τρόπο αναστοχαστικό τα συνήθη «παραλειπόμενα» της ερευνητικής διαδικασίας, αντλώντας προβληματισμούς από την προσωπική τους ερευνητική εμπειρία, καθιστά το εγχείρημα του συλλογικού τόμου πρωτότυπο και ενδιαφέρον.