Ξύπνησα έντρομη.
Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και είχε ιδιαίτερη μυρωδιά κλεισούρας. Ανακάθισα στο σκληρό κρεβάτι προσπαθώντας να θυμηθώ τι είχε προηγηθεί. Θυμόμουν αμυδρά, ότι μετά από αλλεπάλληλες συγκρούσεις με τους γονείς μου, η χαρά είχε εγκαταλείψει τα μονοπάτια των σκέψεών μου...
Είχα αναδιπλωθεί στο κέλυφός μου, αρνούμενη τις εξόδους και τη φροντίδα της σάρκας μου. Καθόμουν ώρες στο κρεβάτι δίχως τροφή, με μόνη συνοδεία σκοτεινούς, περίπλοκους και ακαθόριστους εφιάλτες. Μορφές εμφανίζονταν πίσω μου αλλά καθώς γυρνούσα να τις αντικρίσω εξαφανίζονταν κοροϊδεύοντάς με... Άραγε σε οποίο σημείο του χώρου, ή του χρόνου, ζω τώρα;
Τα μάτια μου άρχισαν να συνηθίζουν το ελάχιστο φως του δωματίου και ενστικτωδώς έστρεψα την προσοχή μου στα χέρια μου.
Ήταν διαφορετικά με κάποιο απροσδιόριστο τρόπο, φαίνονταν μυώδη και σκληρά! Σηκώθηκα έντρομη, όμως το πόδι μου πιάστηκε στην άγρια πέτρα του πατώματος και έπεσα κάτω.
Ένοιωθα πλήρως χαμένη και αδυνατούσα να φανταστώ τί μου συμβαίνει. Φώναξα "βοήθεια" και νέο κύμα τρόμου με κατέκλυσε.
Αυτή δεν ήταν η φωνή μου. Όχι, δεν ήταν όμοια με την δική μου γνώριμη. Η φωνή μου δεν ήταν τόσο βαθιά και βραχνή! Αυτή ήταν αντρική φωνή. Εγώ ήμουν κοπέλα 17 χρόνων.
Όμως αυτή η φωνή από τα χείλη μου βγήκε, την αισθάνθηκα!
Αφουγκράστηκα προσεκτική τους ήχους γύρω μου, ενόσω όλοι οι νευρώνες μου υπερ-λειτουργούσαν παραληρηματικοί σε μια μάταιη προσπάθεια εκλογίκευσης των όσων δεδομένων βίωνα.
Ίσως τα κουρέλια των νεύρων μου να δημιουργούσαν χιμαιρικούς ήχους, όμως νόμισα πως άκουσα το χαρακτηριστικό ήχο βημάτων όπως ακούγονται όταν ανεβαίνουν σκαλοπάτια.
Τα βήματα σταμάτησαν απότομα έξω ακριβώς απ` τη σκιά, η οποία ενδεχομένως να ήταν πόρτα δωματίου μπροστά μου, εάν δεν ονειρευόμουν.