Τέλη δεκαετίας του 1980, φοιτητής ακόμα, βρέθηκα στο «Στράτος» στη Φιλελλήνων. Περασμένα μεσάνυχτα, ο Διονυσίου βγήκε στην πίστα με σταθερό βήμα και αγέρωχο ύφος, χωρίς φτηνούς εντυπωσιασμούς, φιγούρες και τερτίπια. Απλώς νωρίτερα η ορχήστρα έπαιξε ένα οργανικό ποτ πουρί από επιτυχίες του. Από τον «Παλιατζή» στον «Σαλονικιό», απ’ το «Υποκρίνεσαι» στο «Εγώ ο ξένος», απ’ το «Γιατί, Θεέ μου, η ζωή» στο «Να είχα το κουράγιο». Κι όμως ο Στράτος με το βλέμμα, τη λάμψη, την αρχοντιά και το κύρος του κατάφερνε να μαγνητίσει τα βλέμματα και να κλέψει την παράσταση προτού καν τραγουδήσει. Δέος αλλά και οικειότητα απέπνεαν η στάση, το περπάτημα, το συγκρατημένο χαμόγελό του, ο τρόπος που έπιανε το μικρόφωνο και απευθυνόταν προς τους μουσικούς.
Καταλάβαινες αμέσως ότι η πίστα και το μαγαζί ήταν γι’ αυτόν κάτι σαν το σπίτι του κι εκείνος, ως οικοδεσπότης, έπρεπε να υποδεχτεί αλλά και να φροντίσει τους καλεσμένους του. Φαινόταν από μακριά ότι ο Στράτος απολάμβανε την ιδιότητά του αλλά και την αποδοχή που είχε στον κόσμο, την εκτίμηση, τον θαυμασμό και τον σεβασμό που του έδειχναν.