Η Έφη Ζωγράφου στο πρώτο της γραπτό, τουλάχιστον σε δημόσια έκθεση, έρχεται να μας ταράξει μέσα στον καθημερινό εφιάλτη της σύγχρονης Ελλάδας και του ευρωπαϊκού αδιεξόδου. Γιατί έρχεται από μια Ελλάδα μετά τον πόλεμο, μετά τον Εμφύλιο, που προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της και κάθε φορά έρχεται ένα μαχαίρι και κόβει τον δρόμο.
Αν θέλουμε να μιλήσουμε με γνωστούς ρητορικούς και αισθητικούς όρους, θα μιλούσαμε για νατουραλισμό, για ιστορικό ρεαλισμό και για λούμπεν προλεταριάτο. Όχι, η Ζωγράφου καταγράφει μια ζωή που τη βίωσαν οι περισσότεροι Έλληνες, βγαίνοντας από τις τραγικές συνθήκες που τραυμάτισαν τα ήθη μας, τον τρόπο ζωής και το χαρακτήρα μας. Και βέβαια αντέξαμε, και βέβαια επιβιώσαμε, ίσως γιατί γνωρίζουμε, έστω και διαισθητικά, πως κάθε τραγωδία έχει κάθαρση!
Η αφήγηση της Ζωγράφου, καθαρά αυτοβιογραφική, μας υποχρεώνει να ομολογήσουμε πως αυτός ο έρμος ο λαός μας είναι τραγικά σφραγισμένος από την Ιστορία, την οποία πρώτος αυτός ο λαός, από την εποχή του Ηρόδοτου, τη συνέλαβε ως ταυτότητα ελπίδων και απελπισίας.
Η Ζωγράφου έρχεται ως αφηγήτρια από την εποχή που οι συγγραφείς μας γράφανε τα πάθια του ανθρώπου πάνω στη σαρμανίτσα των παιδιών και το φέρετρο των παππούδων. «Λες κι έχουν τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου», έγραψε ο Παπαδιαμάντης. Έτσι αυτή η ζωή της αγωνίας και του αγώνα έφτασε μέχρι το ελληνικό σινεμά που αποτύπωσε την «όψιν» του εξαίσια ο Τάσος Ζωγράφος, ο σύντροφος της Έφης, ο μέγας εικαστικός του νεοελληνικού σινεμά.
Η Έφη Ζωγράφου έκανε την εικόνα γλώσσα του νεοελληνικού ηρωϊκού αδιεξόδου.
ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
Οκτώβριος 2021