...Όπως θυμάμαι, το πρώτο δωμάτιο στη σειρά προς τα δεξιά ήταν το υπνοδωμάτιο του Καβάφη, όπου είχε και το γραφείο που έγραφε. Είχαν τοποθετήσει ένα σιδερένιο κρεβάτι με κιγκλιδώματα στο κεφάλι και στα πόδια, κολλημένο σε δύο τοίχους. Δεν ήταν το πραγματικό κρεβάτι του ποιητή που είχε ουρανό. Στον τοίχο πάνω από το κιγκλίδωμα της κεφαλής του ένα εικονοστάσι. Στον τοίχο που ήταν κολλημένο το ένα πλευρό είχαν κρεμάσει ένα χαλί, πλάι από το κρεβάτι ένα κομοδίνο με μια λάμπα πάνω του. Όπως έμπαινε ο ήλιος του μεσημεριού, έμοιαζε με δωμάτιο πανσιόν τουριστικού θερέτρου. Δίπλα του ήταν το δωμάτιο των ομιλιών. Τι ήταν επί Καβάφη, δεν έμαθα. Το δωμάτιο είχε καρέκλες για τριάντα άτομα περίπου. Με τους όρθιους χωρούσαν σαράντα. Το τραπέζι και η παράταιρη καρέκλα του ομιλητή, δωρεά του Πατριαρχείου της Αλεξάνδρειας. Η ψηλή πλάτη της μαύρης καρέκλας χωριζόταν σε δύο τμήματα. Το πρώτο, που έφτανε λίγο παραπάνω από τη μέση της, παρέπεμπε σε θρόνο Μητροπολίτη. Στο τέλος του τμήματος αυτού δεξιά κι αριστερά χαμογελούσαν τα σκαλισμένα προσωπάκια δύο αγγέλων -πάνω ακριβώς από δύο ελικοειδείς στήλες που άφηναν ένα μικρό κενό ανάμεσα σε αυτές και το κύριο σώμα της πλάτης. Το δεύτερο τμήμα ήταν ένας θυρεός που προστατευόταν από δύο λέοντες όρθιους ακουμπισμένους πάνω του με τα μπροστινά τους πόδια. Ο ομιλητής καθήμενος είχε πάνω από το κεφάλι του θυρεό Αυτοκρατορίας.
Η απόκτηση ενός μονόφυλλου του Καβάφη με το ποίημα «Του πλοίου» –εμπνευσμένο από τη μνήμη ενός ηδονικού βλέμματος κατά το ταξίδι του ποιητή στο Ιόνιο πέλαγος, από Πάτρα προς Πρίντεζι, το καλοκαίρι του 1901– αποτελεί την αφετηρία του αφηγήματος του Βασίλη Λαδά. Στη διάρκεια του εγκλεισμού λόγω της πανδημίας, ο συγγραφέας, ολοκληρώνει μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση, στην οποία συνυπάρχουν βιωματικά και δοκιμιακά στοιχεία χωρίς να αλλοιώνεται στο ελάχιστο η αβίαστη ροή του λόγου. Με δεξιοτεχνία συνδέει μια πλούσια επιλογή ποιημάτων του Καβάφη με πληροφορίες και στοιχεία για την ποίηση και τη ζωή του, για την Αλεξάνδρεια και την ελληνική παροικία, για το σπίτι του που έχει μετατραπεί σε μουσείο και πολιτιστικό χώρο, παρεμβάλλοντας εύστοχες κριτικές παρατηρήσεις σαρκάζοντας και αυτοσαρκαζόμενος. Ταυτόχρονα στην αφήγηση «συγκατοικούν» με τον Καβάφη και φαινομενικά άσχετα θέματα· τα επιμέρους κεφάλαια («Το μονόφυλλο», «Θάλασσα», «Ατμόπλοιο Scilla di Rubatino», «Πρίγκιψ Νικόλαος», «Οικογένεια Ανάργυρου Σιμόπουλου», «Άμφισσα», «Σεγδίτσα», «Αλεξάνδρεια», «Οδός Καβάφη», «Με αφορμή ένα ηδονικό βλέμμα», «Δότε να πίω», «Περιμένοντας...», «Κατάπλους») κατά κάποιον τρόπο «δίνουν πάσα» το ένα στο επόμενο, ώστε εν τέλει συνδέονται με ευφυή τρόπο ετερόκλητες πληροφορίες στον κορμό του αφηγήματος, προκαλώντας κάθε φορά μια ευχάριστη έκπληξη στον αναγνώστη.
«M»
Ο Βασίλης Λαδάς (Πάτρα, 1946) σπούδασε νομικά στη Θεσσαλονίκη, εργάστηκε ως δικηγόρος Πατρών και ασχολείται με την πεζογραφία και την ποίηση υπογράφοντας συχνά τα βιβλία του και ως Βασίλης Αρφάνης. Έχει στο ενεργητικό του επτά βιβλία πεζογραφίας, εννέα ποιητικές συλλογές και μια Ανθολογία ποιημάτων και πεζών για την πορνεία υπό τον τίτλο Ανήθικη ποίηση που παρουσιάστηκε από το Ιόνιο Θέατρο το 2006 στα πλαίσια των εκδηλώσεων «Πάτρα: Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης». Τον Μάρτιο του 2014 του απονεμήθηκε το Ειδικό Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, που προάγει το διάλογο πάνω σε ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα, για το έργο του Παιχνίδια Κρίκετ. Το έργο του Ρίον - Αντίρριον παρουσιάστηκε σε διασκευή από το ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου το 2005.