Το παπαδιαμαντικό έργο διαλέγεται με την ιστορία μας, τον πολιτισμό μας, τη γνήσια παράδοσή μας και αυτό το ίδιο το μέλλον μας. Είναι τόσο μεγάλο και σημαντικό επειδή είναι ζωντανό. Είναι από τις πιο γνήσιες εθνικές δυνάμεις από τις οποίες εκπηγάζουν αέναα δύναμη, θάρρος και αισιοδοξία. Ως τέτοιο μπορεί να θεωρηθεί πολύτιμη εθνική κιβωτός του Γένους.
Η ανά χείρας μελέτη σκοπεί να φανεί χρήσιμη και να είναι καλοδεχούμενη τόσο από τη νεότητα (μαθητιώσα και σπουδάζουσα), όσο από και τον κόσμο της διανόησης, αφ’ ενός με τη μετατροπή του πρωτότυπου κειμένου σε νεοελληνική εκφορά λόγου και αφ’ ετέρου με την παρουσίαση του μαγευτικού κόσμου του συγγραφέα.
Το έργο θα ολοκληρωθεί σε τρεις αυτοτελείς τόμους με επιλογή δώδεκα διηγημάτων του μεγάλου Σκιαθίτη δημιουργού.
"Παραδίδοντας στο αναγνωστικό κοινό τον δεύτερο τόμο των Αριστουργηματικών Ανάλεκτων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ας μας επιτραπεί, εν είδει μικρής εισαγωγής, να παραθέσουμε την κρίση του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη για τον μεγάλο συγγραφέα και το έργο του. Αν και γραμμένη σχεδόν προ εκατονταετίας, φαντάζει προφητική και προχωρημένη για την εποχή της, ενώ παράλληλα διακρίνεται για την ευστοχία και την σαφήνειά της, προσεγγίζοντας τα όρια του εμβληματικού λόγου. Τα λόγια του αποκτούν μια ιδιάζουσα βαρύτητα, αν ληφθούν υπόψιν οι χαοτικές αποστάσεις που χώριζαν τα δύο αυτά πρόσωπα, καθώς ο αριστοκράτης ποιητής, λόγω καταγωγής και ιδιοσυγκρασίας, είχε επιλέξει να οικειοποιηθεί χώρους και τρόπους ζωής εκ διαμέτρου αντίθετους από εκείνους του ταπεινού Σκιαθίτη και του σύνολου κόσμου που αυτός εκπροσωπούσε. Όμως, αν και ευρισκόμενος στην αντίπερα ιδεολογική όχθη, του λόγου το ασφαλές του αντισυμβατικού ποιητή για τον ποιητή Παπαδιαμάντη θεωρούμε ότι επαληθεύεται σήμερα.
«Πρέπει κανένας νά εἶν’ ἐμψυχωμένος ἀπό μεγάλες μυστικές πνοές, νά εἶναι κάτοχος μιᾶς ἐσωτερικότητας πλουσίας καί ἰσχυρά συντονισμένης πρός ὅλα τά μεγάλα διαπασῶν, νἄχῃ ἐπεκτείνει τῆς ψυχῆς του τόν ὁρίζοντα, πρός ὅλας τάς κατευθύνσεις, γιά νά κατανοήσῃ ἐπακριβῶς, γιά νά ζυγίσῃ, νά ταξινομίσῃ, καί ν’ ἀγαπήσῃ τόν Παπαδιαμάντη.
Ἀλλιῶς θά πάθῃ ἐκεῖνο πού παθαίνουν οἱ πλέον ἀδαεῑς μελετηταί του, γιά τούς ὁποίους, λόγῳ ἐλλείψεως μορφώσεως, λόγῳ φυσικῆς ἀνεπαρκείας τῆς ψυχικῆς ἐκείνης ἱκανότητας πού μεταμορφώνει ὅλα τά πράγματα, θά ἀπομένῃ πάντοτε κλειστός, -ἕνας συγγραφεύς ἀπροσδιόριστος-, κάτι μεταξύ τοῦ ἁπλοῦ ἠθογράφου καί τοῦ ποιητικοῦ θρησκομανοῦς.
(… )
Ἡ ἐποχή του ὑπῆρξε ἀναξία του, ἀνώμαλος, στενή καί μικρολόγος. Ἐποχή διαρκῶν παρανοήσεων, κακομοιριᾶς, ψευδῶν ἰδανικῶν, ἀπεγνωσμένων γλωσσικῶν ἀγώνων. Καί φυσικά, δέν πρέπει ν’ ἀπορήσωμε ἄν ὁ κολοσσός αὐτός τῆς Τέχνης, ἄν ὁ λαμπρός ἐκεῖνος δημιουργός πέρασε σχεδόν ἀπαρατήρητος, ἤ τοποθετημένος ἐπιπόλαια στήν ἴδια τήν βαθμίδα μέ τούς ἄλλους μέ τούς ὁποίους δέν ἔχει καμία σχέσιν, ἕνα ὄνομα μές τ’ ἄλλα ὀνόματα, πού παρ’ ἀξίαν εἶχαν βάλει δίπλα του». "