Ο Σόρβαµ ξυπνάει σε ένα µυστηριώδες κάστρο, χωρίς να θυµάται πώς βρέθηκε εκεί. Το µόνο που ξέρει είναι ότι βρίσκεται χωµένος στα βουνά και ότι έχει ένα φρέσκο και µεγάλο τραύµα στο µπράτσο του. Το µόνο που θυµάται είναι ότι εγκατέλειψε το χωριό του, το Τέλος του Κόσµου, για να ξεφύγει από το παρελθόν του. Ο µόνος άνθρωπος που συναντά είναι ένας γέρος υπηρέτης, που φροντίζει το τραύµα του και του προσφέρει ένα φλιτζάνι πασιφλώρα, έναν χάρτη κι ένα ρολόι, για να µη χαθεί στον χώρο και στον χρόνο. Ο µυστηριώδης οικοδεσπότης του εγκαταλελειµµένου κάστρου επιθυµεί να µείνει αφανής, ενώ έξω από την καγκελένια πύλη παραµονεύει µια αγέλη λιονταριών. Πρόκειται άραγε για το Κάστρο του Χρόνου, για το οποίο τον προειδοποιούσε η γιαγιά του στα παραµύθια της όταν ήταν µικρός; Κι αν ναι, πώς µπορεί να ξεφύγει πριν παγώσει ο Χρόνος και χαθεί µέσα του;