Δύο χρόνια μετά τη θέση του Νέου Ποινικού Κώδικα σε ισχύ είναι φανερό ότι λειτουργεί και εφαρμόζεται έχοντας ήδη συντελέσει σημαντικά στον εκσυγχρονισμό της δομής του ποινικού μας συστήματος. Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι η μετάβαση σε ένα νέο σύστημα πάντοτε προκαλεί δυσλειτουργικές τριβές και κραδασμούς, ενώ παράλληλα, γεννώνται ζητήματα που χρήζουν μελέτης και κριτικής προσέγγισης. Είναι, βέβαιο, ότι ο Ποινικός Κώδικας συνιστά αυτή τη στιγμή ένα νέο κανονιστικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο η επιστημονική συζήτηση και για τα εγκλήματα κατ’ εξακολούθηση τίθεται σε νέα βάση. Παρά το γεγονός ότι αυτές καθαυτές οι αλλαγές στις προβλέψεις του άρθρου 98 ΠΚ είναι ελάχιστες, η αλλαγή του ποινικού μας συστήματος αναδεικνύει με σαφήνεια την παρουσία μιας αληθινής πραγματικής συρροής με ειδικά χαρακτηριστικά, η οποία γίνεται αντιληπτή στον εξωτερικό κόσμο ως ιστορική ενότητα εγκληματικής διαδρομής και όχι ως ενιαίο έγκλημα.
Ειδικότερα, στο πρώτο μέρος του έργου καταγράφονται η διαχρονική εξέλιξη των σχετικών προβλέψεων, οι αντίστοιχες απόψεις της θεωρίας και οι θέσεις της νομολογίας. Στο δεύτερο μέρος αποτυπώνεται η προσπάθεια προσδιορισμού των προϋποθέσεων και των χαρακτηριστικών της αξιόποινης συμπεριφοράς του δράστη, που οδηγεί σε ορισμένες περιπτώσεις αληθινής πραγματικής συρροής εγκλημάτων στην επιβολή ενιαίας ποινής –είτε στην ηπιότερη (άρθρο 98 § 1 ΠΚ) είτε στην αυστηρότερη εκδοχή της (άρθρο 98 § 2 ΠΚ). Ο επαναπροσδιορισμός και η επίλυση ορισμένων κρίσιμων δογματικών ζητημάτων του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, με σημείο αναφοράς τις αναλύσεις του δεύτερου μέρους, επιχειρείται αντίστοιχα στο τρίτο μέρος του βιβλίου.
Το έργο παρουσιάζει συστηματική δομή και στόχο έχει να καλύψει συνολικά τα κρισιμότερα ζητήματα γύρω από τα εγκλήματα κατ’ εξακολούθηση.