Η πρώτη ανάγνωση του «Ερωτόκριτου» του Βιτσέντζου Κορνάρου μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο δημιουργός του επιχείρησε ν’ αφηγηθεί μια ακόμη ερωτική ιστορία. Ο ποιητής, όμως, μέσα από το ξεδίπλωμα της ερωτικής αφήγησης μάς παρέδωσε, εκτός από μια ιστορία ερωτικού πάθους, κι ένα μάθημα πολιτικής επιστήμης. Η αγάπη κι ο έρωτας στεριώνουν σε μια Πολιτεία. Αλλά τι θεμέλια έχει αυτή η Πολιτεία φαίνεται ν’ αναρωτιέται με τον «Ερωτόκριτό του» ο Β. Κορνάρος. Θα είναι μια Πολιτεία όπου θα επικρατεί η ισχύς των δυνατών; Ή η ηθική και η θέληση των αδύνατων θα εξισορροπήσουν την κατάσταση, έτσι ώστε να επικρατήσει το μέτρο της ανθρώπινης λογικής, δηλαδή η αξιοπρέπεια και η αυτοδιάθεση;
Στο επίκεντρο της αφήγησης του ποιητή είναι η Αθήνα και όχι η Σητεία στην οποία γεννήθηκε ή ο Χάνδακας στον οποίο διέπρεψε ως αξιωματούχος. Ο ποιητής σκοπίμως επιλέγει ως τόπο της ποιητικής δημιουργίας του την Αθήνα, η πόλη που κατά τον ποιητή, είναι «της μάθησης η βρώσις», «θρονί της αρετής» κι «ο ποταμός της γνώσης». Η ποιητική έκφραση παραπέμπει, διόλου τυχαία, στο σχετικό χωρίο του Επιτάφιου του (Αθηναίου) Περικλή, όπως τον απέδωσε ο (επίσης) Αθηναίος Θουκυδίδης. Ο Κορνάρος, εν τέλει, αρθρώνει με την ποιητική αφήγησή του λίγο πριν από την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους χρησμούς για το νέο ελληνισμό που ελπίζει να γεννηθεί.