Στις ιδιωτικές του συζητήσεις ο Χέλμουτ Πλέσνερ συνήθιζε να χαρακτηρίζει τη μουσική ως summum humanum, ανθρώπινη κορύφωση, αναγνωρίζοντας τη θεμελιώδη σημασία της τέχνης αυτής για τη φιλοσοφική ανθρωπολογία και βλέποντας σε αυτήν το κλειδί για την επίλυση αισθητικών και φιλοσοφικών προβλημάτων.
Στην αμιγώς ενόργανη, «καθαρή» μουσική, όπως την αποκαλεί, σε μια μουσική που μπορεί να σταθεί ως τέχνη χωρίς εικόνες και λέξεις, τον ελκύει εκείνη η μοναδική συγχώνευση νοήματος και ήχου, νου και αισθητικότητας, που δείχνει να διαψεύδει τον καρτεσιανό δυισμό στην πράξη. Το να συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο στην επικράτεια μιας αίσθησης, της ακοής, ωθεί τον Πλέσνερ στην αναζήτηση κάτι αντίστοιχου και στην επικράτεια της όρασης. Ανακαλύπτοντάς το στην ευκλείδεια γεωμετρία, στις έμπλεες νοήματος κατασκευές της οποίας συντελείται η ίδια συγχώνευση νου και αισθητικότητας, ο Πλέσνερ είναι βέβαιος πως μεταξύ νου, αισθητικότητας και σωματικής κίνησης – γιατί τέτοιες είναι η μουσική και η ένσκοπη πράξη με τη λανθάνουσα γεωμετρία της – υπάρχουν δομικές αντιστοιχίες τις οποίες η φιλοσοφία δεν μπορεί να αγνοεί.
Ο φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Χέλμουτ Πλέσνερ (Helmuth Plessner, 1892-1985) αναγνωρίζεται σήμερα ως ο μείζων εκπρόσωπος της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας. Μαθήτεψε πλάι στους Hans Driesch, Wilhelm Windelband, Max Weber και Edmund Husserl και δίδαξε στα πανεπιστήμια της Κολωνίας, του Γκρόνινγκεν και του Γκαίτινγκεν. Η φιλοσοφία του, που δεν εντάσσεται σε κανένα γνωστό ρεύμα, συγχωνεύει γόνιμα τη φαινομενολογία, την καντιανή κριτική φιλοσοφία και τη φιλοσοφική ερμηνευτική. Είναι γνωστός για την έννοια «έκκεντρη τοποθετικότητα» (exzentrische Positionalität), με την οποία περιγράφει την ιδιαιτερότητα του ανθρώπου, καθώς και για την κριτική, πλην όμως μη συντηρητική στάση του απέναντι στον κοινωνικό και πολιτικό ριζοσπαστισμό.