Από τα νιάτα μου, έναν κυκεώνα απόλαυσης και πόθου κι αγωνίας, το θάνατο είδα να κατασταλάζει· κι ώρες καθόμουν πλάι στη λίμνη, κι έλεγα ωραία που θα σβήναν στο νερό θλίψεις κι ελπίδες. Κι όμως! όταν ήρθε καιρός κι η μαύρη αρρώστια με κυρίεψε, θρήνησα αυτά τα νιάτα, αυτές τις μέρες - λουλούδια τόσο πρόωρα κομμένα· κι αργά πολύ τη νύχτα, στο κρεβάτι ανακαθόμουν κι άναβα τη λάμπα και στιχουργούσα κάτι απ` το θολό θρήνο μου για το πνεύμα που αφανίζεται μες στο βουβό σκοτάδι - ένα πένθιμο τραγούδι στον ανέφικτο εαυτό μου.