Το λιμάνι είχε γεμίσει βαπόρια, κιβώτια, καλοντυμένο κόσμο φερμένο από την πρωτεύουσα και κάθε λογής αντικείμενα που αράδιαζαν οι βαστάζοι στην προκυμαία. Ο μόλος είχε γεμίσει απ’ άκρη σ’ άκρη με σωρούς δοκάρια που χρησίμευαν για να στηρίξουν στέγες και κεραμίδια, άμμους και τσιμέντα, χρωματιστούς μπιντέδες για το πλύσιμο των απόκρυφων, καθρέφτες με χρυσές κορνίζες τυλιγμένους με φανελένιο ύφασμα για να μη γδαρθούν, τόπια υφάσματα για μεταξωτές κουρτίνες, μικρά σκαμπό ντυμένα με χρυσοκέντητα υφαντά για να ακουμπούν οι
κυράδες τα λεπτεπίλεπτα πόδια, ασημένιες τσαγιέρες με καπάκια που κουδούνιζαν μέσα στα κιβώτια, ξύλινες κούτες που έγραφαν ‘πιάτα Βοημίας’ ή ‘σερβίτσιο Κίνας’ με γράμματα καλλιγραφικά ή ξενόφερτα, κι ένα σωρό άλλα συμπράγκαλα που οι ντόπιοι απόγονοι των Μακάρων δεν είχαν ποτέ την τύχη να αγγίξουν, αλλά ούτε και ποτέ τους ονειρευτεί