Και άκουγες ορέ τη μια κοτρόνα χτυπώντας την
άλλη να σπιθίζουν ωσάν κρύφιες τσακμακόπετρες.
Και να βγάνει ορέ η μια σπίθα το άστρο της
σιμοτινής της. Και ο σάλαγος τον εγκρεμό του.
Και κάθε σκιαγμένη ψυχή την ίσκα της. Και η κάθε
δροσοστάλα την ασημένια της ποταμούλα.
Ώσπου ως εδώ κάτω εχαμήλωσε τ’ άστρα
του ο ουρανός, επειδὴς ορέ τον εκάλεσαν τα
ματοβαμμένα μας σπλάχνα.
Και επειδής ορέ ήθελε και ο ίδιος να γειτονέψει
με τ’ αστροφώτιστα σωθικά μας και τα
αιματοβαμμένα μας σπαθιά καθώς εβγαίναν
ωσάν ξεσπαθώματα των κρίνων. Ωσάν αστραπές
εβγαίναν από τα στομωμένα τους θηκάρια,
τροχισμένα στου σκοταδιού την ακονόπετρα.