Τασούλα Τσιλιμένη Η αφωνία του απογεύματος, Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση, έργο εξωφύλλου [λεπτομέρεια] Βασιλική Πανταζή, εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα, Απρίλιος 2021, 16Χ24, αριθμ. έκδοσης: 343, ISBN 978-960-592-125-5, σελ. 48, τιμή 8,48 ευρώ.
Όσα μένουν μετέωρα ανάμεσά μας
Πώς άραγε ξαφνιάσαμε τα δυο μας χέρια
έτσι που σαν αδέσποτα σκυλιά
Γενάρη μήνα ενώνονται χλευάζοντας τον χρόνο;
Νάτανε τάχα ο παράμεσος αυτός
που πρώτος γλίστρισε μες στην παλάμη μου;
Τυφλά ακολούθησαν τα άλλα
κι οι χούφτες μας φιλήθηκαν στο στόμα.
Κι είχαν περάσει μόνο τέσσερα λεπτά
που ’χαμε πρωτοφιληθεί στα χείλη
σε ένα τραπέζι στη Δεξαμενή
δίπλα στου Αδριανού την κρήνη.
Σα να ’πιαμε το αμίλητο νερό μετά
τα βήματά μας μόνο ακούγαμε στο δρόμο.
Κι ήταν μπροστά θαρρώ στον Ευαγγελισμό
που αγκαλιαστήκαμε
και ύστερα χωριστήκαμε.
Έτσι όπως πάντα υπήρξαμε.
Δυο φίλοι.
(«Αδέσποτα»)
Δύο ενότητες, η πρώτη με τίτλο Βλέμματα (24 ποιήματα) και η δεύτερη με τίτλο Μικρογραφίες (21 ποιήματα) αποτελούν τη νέα ποιητική συλλογή της Τασούλας Τσιλιμένη Η Αφωνία του Απογεύματος.
Βασικά συστατικά της:
O έρωτας ως ανάμνηση αλλά και ως αφή που ανασυνθέτει στιγμές, τόπους, αισθήματα. Μια αλληλόδιάδοχη σκέψη που διατρέχει νοσταλγικά, μέσα από συνθέσεις λέξεων, όσα υπήρξαν αλλά και εξακολουθούν να φορτίζουν με την ολοζώντανη παρουσία τους: Πώς γίνονται καρφιά οι λέξεις;/ Στον τοίχο της ψυχής τρύπες ανοίγουν/ σε κάδρα από ξύλο φυλαγμένες / τις όμορφες στιγμές να μας θυμίζουν. («Καρφιά οι λέξεις»)
Οι λέξεις, τα τραγούδια σπαράγματα και η σιωπή τους. Όλα όσα υπονοούνται και ταυτοχρόνως εξιστορούνται με σύνεση, οικονομία και ακρίβεια: Τα βλέμματα που κρέμονται στους τοίχους/ και σε αδράχτι γνέθουν τη σιωπή,/ αν άνθισαν οι κερασιές ρωτούν απόψε/ νερό από χιόνι αν ήπιε το πουλί./ Αν έφυγε ο μικρός κοκκινολαίμης/ κι αν η ελπίδα ήρθε να με βρει.
Άγραφα λόγια εραστών κι ερώτων που περιμένουν τη στιγμή για να μετατραπεί το προσωρινό σε αιώνιο. Ένα απλό σύννεφο στο τέλος της μέρας σε έκρηξη: Χρόνος/ Κρατά στα χέρια του αυτοσχέδιες μολότοφ/ τις εκσφενδονίζει με μαθηματική ακρίβεια/ από παράπονο, θυμό ή μεγαλοκαρδία / ίσως από ανάμνηση επετειακή/ που κάποτε τον κόψαμε σε τέσσερα κομμάτια/ κι έκτοτε βουλιμικά τον καταβοχθρίζουμε./ Για επιδόρπιο ανελλιπώς μας στέλνει πυροτέχνημα την άνοιξη.