Θυµάσαι ένα πρωί που ξύπνησες και αντί ν’ ακολουθήσεις την πρωινή ρουτίνα, εσύ κοιτάχτηκες στον καθρέφτη και σκέφτηκες «τι συµβαίνει»; Ή εκείνη τη φορά που επέστρεφες από τη δουλειά κι αντί να ακολουθήσεις τη γνωστή µονότονη διαδροµή του λεωφορείου εσύ επέλεξες µια βόλτα µε τα πόδια; Όχι. Πού να θυµάσαι. Άνθρωπε, αφιέρωσες χρόνο για το «έξω» σου, και το «µέσα» σου τ’ άφησες στ’ ανείπωτα του χρόνου. Κι ο χρόνος πέρασε. Πέρασε κι η µέρα και έφτασε η νύχτα… Όσο σκεφτόµουν όλα αυτά και τα ’γραφα µε φύσαγε Βαρδάρης, Σαλονικιός άνεµος. Με όση δύναµη είχε, µε έστειλε στην Κέρκυρα, όπου ο γλυκός Ζέφυρος µε γαλήνεψε.
Πόσο αντέχει ο άνθρωπος να τον φυσάνε άνεµοι από δω κι από εκεί, όµως; Κάπου εκεί, λοιπόν, γνώρισα τον Αίολο. Δάµασα τις σκέψεις µου κρατώντας σφιχτά τ’ ασκί του. Είδα το «σύµπαν», γεύτηκα τον «φόβο», άκουσα τη «σιωπή». Η «µπόρα» που ακολούθησε ξέπλυνε τα λόγια µου και τα ’κανε βιβλίο.