«Όταν το βρήκανε, στεκότανε νυχτιάτικα μες στον δρόμο μ’ έναν άδειο κουβά στο χέρι, σ’ έναν εμπορικό δρόμο, και δεν έλεγε τίποτα». Το κορίτσι που βρέθηκε δεν είναι ούτε όμορφο ούτε άσχημο, κανένας δεν γνωρίζει το όνομά του, κανένας δεν ξέρει από πού είναι, κανένας δεν ξέρει ποιοι είναι οι γονείς του. Κανένας, ούτε καν το ίδιο το παιδί. Οπότε το βάζουν σε ένα ίδρυμα και το στέλνουν στο σχολείο. Μια αύρα αμορφίας περιβάλλει αυτό το πλάσμα και σπέρνει σύγχυση· κάθε απόπειρα επαφής επιστρέφει σαν μπάλα που χτυπάει σε τοίχο. Πολύ σπάνια μόνο φαίνεται σαν να ξέρει το παιδί περισσότερα απ’ όσα αφήνει να φανούν – ωστόσο όποιος προσπαθεί να ανακαλύψει το μυστικό του έχει την αίσθηση ότι κοιτάζει έναν παραμορφωτικό καθρέφτη. Με αυτή την έξοχη αλληγορική νουβέλα, το πρώτο της έργο, η Τζέννυ Έρπενμπεκ δίνει στην παράξενη μορφή του γερασμένου παιδιού μια εντελώς δική του γλώσσα. Μια γλώσσα που, με έναν τρόπο που συγχρόνως γοητεύει και προκαλεί σύγχυση, περιέχει τα πάντα: τη μαγεία του αλλότριου, την αβεβαιότητα για τον κόσμο, το μυστικό του παιδιού.
«Η Έρπενμπεκ έχει κάνει όρκο να μην ξεστομίσει καμιά κοινοτοπία, κανέναν κοινόλεκτο ψυχολογισμό· και τον κρατάει».
Κωστής Παπαγιώργης, Αθηνόραμα (15/7/2004)
«Με μια ποιητική και συνάμα σκληρή και ασθμαίνουσα γλώσσα και με μια θαυμάσια μετάφραση που αναδεικνύει το νόημα, τον ήχο, τη μουσική, ακόμα και τη σιωπή των λέξεων, το γερασμένο παιδί αφυπνίζει τις κοιμισμένες αισθήσεις σου, τις τακτοποιημένες σε ένα ερμάρι σκέψεις σου».
Φωτεινή Τσαλίκογλου, Τα Νέα (24/12/2004)
«Η γλώσσα της δαιμόνιας Έρπενμπεκ σκάβει βαθιά και απρόβλεπτα. Σπάνια συναντάς σήμερα ανάλογη γραφή, κοπής αδαμάντων, σκληρής απόστασης και σωτήριας εγγύτητας μαζί».
Τάσος Γουδέλης, Ελευθεροτυπία (9/7/2004)