Το μπλε δείπνο αρχίζει με ένα φως να ανάβει το σκοτάδι. Η σονάτα ν’ ακούγεται κάτω από ένα φεγγάρι που παγώνει και φλέγεται. Ένα ελάφι στον τοίχο απέναντι, το τέρας ανατέλλει στον κήπο, ο ουρανός αγγίζει το πάτωμα, οι πατημασιές αφήνουν σύννεφα, το φως ξεμακραίνει. Μπορεί και να βρέχει. Το σπίτι γέμισε ψηλά ποτήρια, η επιθυμία σφαλίζει τα παράθυρα, φαντασία η μόνη ελευθερία. Η έναστρη νύχτα καρφωμένη στον τοίχο μοιάζει με κραυγή όταν τελειώνει ο χορός. Η μουσική επιστρέφει στα κλειστά δωμάτια να θυμίζει καλό καιρό την εποχή που βρέχει στάχυα και φτερά πουλιών. Η ιστορία γράφεται από αυτούς που ζουν στο σκοτάδι, το παραμύθι πεθαίνει στην αλήθεια, ο χρόνος υπάρχει σαν δικαίωμα που χάνεται. Ένα γεύμα με περιμένει στην έρημο. Τα δωμάτια όμως παραμένουν κλειστά, φωτογραφίες δεν υπάρχουν πουθενά. Ποιος πραγματικά γνωρίζει πότε κάτι αρχίζει; Δεν υπάρχει χώρος, μόνο η ζωή κάτω από το τραπέζι. Οι δύο καρδιές στο πιάτο μπροστά στα υγρά μάτια. Αγάπη σαν γάτα να περπατάει ανάποδα στα σύννεφα. Η ομορφιά βρίσκεται στη σιωπή που μοιράζεται. Το μπλε αιώνιο φως, η ουσία πέρα από το σώμα. Δεν τελειώνει ό,τι δεν έχει αρχίσει…