Στην κριτική που αποκαλείται γενικά Κριτική του καθαρού Λόγου, έπρεπε ουσιαστικά να κατοχυρωθεί η ασφαλής, αλλά αποκλειστική κυριότητα της νόησης –η οποία έχει τον δικό της τομέα, και μάλιστα στη γνωστική ικανότητα, εφόσον περιέχει a priori συστατικές αρχές της γνώσης– απέναντι σε όλους τους υπόλοιπους διεκδικητές. Κατά τον ίδιο τρόπο, στην Κριτική του πρακτικού Λόγου υποδείχθηκε η κυριότητα του Λόγου, ο οποίος δεν περιέχει a priori συστατικές αρχές παρά μόνο σε σχέση με το επιθυμητικό.
Αν λοιπόν η κριτική ικανότητα, η οποία αποτελεί, στην τάξη των γνωστικών μας ικανοτήτων, έναν ενδιάμεσο όρο ανάμεσα στη νόηση και τον Λόγο, διαθέτει επίσης, θεωρούμενη καθ’ εαυτήν, a priori αρχές· αν αυτές είναι συστατικές ή απλώς ρυθμιστικές (και επομένως δεν δηλώνουν έναν δικό τους τομέα)· αν η ικανότητα αυτή παρέχει a priori έναν κανόνα στο αίσθημα της ευαρέστησης και της δυσαρέστησης, ως ενδιάμεσο όρο ανάμεσα στη γνωστική ικανότητα και το επιθυμητικό (όπως ακριβώς η νόηση επιτάσσει a priori νόμους στην πρώτη, και ο Λόγος στο δεύτερο): όλα τούτα είναι ερωτήματα με τα οποία θα ασχοληθεί η παρούσα Κριτική της κριτικής ικανότητας.
Immanuel Kant
[από το οπισθόφυλλο του βιβλίου]