Υπάρχει ανάγκη πάντοτε, και για τον συγγραφέα και για τον αναγνώστη, το κείμενο, που τίθεται σε δημόσια κυκλοφορία, να είναι όχι μόνο γλωσσικώς εύληπτο, αλλά και από άποψη εκτάσεως σχετικώς βραχύ, έστω και αν αναφέρεται σε θέμα, το οποίο θα απαιτούσε βαθιά και πλατιά ανάπτυξη. Από την εποχή του Ολλανδού σοφού Έρασμου (1466-1536) και του Γάλλου διανοητή Μισέλ Μονταίνι (1533-1592) μέχρι σήμερα υπάρχουν πολλά κείμενα συνήθως περιορισμένης εκτάσεως, τα οποία αναφέρονται σε μεγάλα ζητήματα της πολιτικής, της οικονομίας και γενικά της κοινωνίας και αποτελούν «βαθιές τομές σε μεγάλα ζητήματα». Τα κείμενα αυτά ονομάζονται δοκίμια.
Τα κείμενα αυτά, χωρίς να ανήκουν στη Λογοτεχνία ή να είναι επιστημονικές πραγματείες, –παρά το ότι κάποιοι τα κατατάσσουν στη Λογοτεχνία μαζί με το πεζογράφημα, το θεατρικό έργο και το ποίημα–, αποσκοπούν στο να παρακινήσουν τον ευφυή άνθρωπο να μην υπακούει στα δόγματα και στις αυθεντίες και να αμφιβάλλει, δηλ. να στοχάζεται. Οπωσδήποτε πάντως πρέπει να είναι καλλιεπή και πνευματώδη και να εκφράζουν την προσωπική του συντάκτη τους ανάλυση πάνω στο θέμα. Ο συντάκτης του δοκιμίου, όταν εκθέτει το περιεχόμενο, παραβλέποντας κάθε συστηματική μέθοδο ως προς τις σκέψεις του και τις κινήσεις του, χρησιμοποιεί απεριόριστη ελευθερία. Τέτοια κείμενα είναι γραμμένα διαλεκτικά με τη μέθοδο, που τα ίδια προδιαγράφουν, και αδιαφορούν για οποιοδήποτε γνωστό και καθιερωμένο σύστημα. Από την άποψη, χωρίς να ταυτίζονται με δημοσιογραφικά κείμενα, μπορούν να θεωρηθούν συγγενή προς τα κύρια άρθρα μιας σοβαρής εφημερίδας. Επειδή όμως τα κείμενα αυτά δημοσιεύονται σε περιοδικά και εφημερίδες, κάποιοι τα εξετάζουν ως «σκεπτόμενη δημοσιογραφία».