Στο βιβλίο αυτό, ο Γιάννης Μηλιός επανατοποθετεί τα πιο κρίσιμα ζητήματα της νεοελληνικής ιστορίας: τη διαμόρφωση του ελληνικού έθνους και των ορίων του, την οικοδόμηση του ελληνικού αστικού κράτους στην αρχική ρεπουμπλικανική και στις μετέπειτα «απολυταρχικές» μορφές του, την κληρονομιά της Επανάστασης και τις ιδεολογικές χρήσεις της έως σήμερα.
Από το 1838 έως σήμερα, το ελληνικό κράτος γιορτάζει την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης την 25η Μαρτίου κάθε χρόνου (μαζί με τον «Ευαγγελισμό της Θεοτόκου» από την ορθόδοξη εκκλησία). Η ημερομηνία αυτή αποκρύβει ένα ζήτημα που βρίσκεται εντούτοις μπροστά στα μάτια μας: ότι η Ελληνική Επανάσταση προκηρύχθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 1821 στις Ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, με τη θέση μάλιστα ότι «Ο Μωρέας, η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Σερβία, η Βουλγαρία, τα Νησιά του Αρχιπελάγους, εν ενί λόγω η Ελλάς άπασα έπιασε τα όπλα, δια να αποτινάξη τον βαρύν ζυγόν των Βαρβάρων». Η πεποίθηση αυτή, ότι όλοι οι Χριστιανοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι Έλληνες, ξεκινάει από τα επαναστατικά κείμενα του Ρήγα Φεραίου και την Ελληνική Νομαρχία, και διατηρείται με μικρές τροποποιήσεις μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Αποτελεί ταυτόχρονα το ιδεολογικό έδαφος της Μεγάλης Ιδέας, της επεκτατικής πολιτικής του ελληνικού κράτους κατά τον πρώτο αιώνα ύπαρξής του.
Η μελέτη αυτή δείχνει ότι ο ελληνικός εθνικισμός, η ελληνική εθνική συνείδηση, είναι μια κοινωνική διεργασία που ξεκινά μετά τα τέλη του 18ου αιώνα, μισό αιώνα πριν από τους άλλους βαλκανικούς εθνικισμούς, έχει δε σαφές πολιτικό περιεχόμενο: απαίτηση των μαζών για κράτος, όσο αυτό δεν υπάρχει, και στη συνέχεια για πολιτικά δικαιώματα και εθνική «καθαρότητα», εσωτερικά, και για επέκταση της επιρροής του κράτους και «διόρθωση» των συνόρων του, προς το εξωτερικό. Αυτή η εθνική πολιτικοποίηση των μαζών εκφράζει την ιστορικά νέα, «μοντέρνα», μορφή υπαγωγής τους στο κεφάλαιο, καθώς μόνιμη λειτουργία της είναι να εντάσσει τους ταξικούς ανταγωνισμούς στο γενικό κεφαλαιοκρατικό συμφέρον που εμφανίζεται ως «εθνική ενότητα», και ταυτόχρονα να εμβαπτίζει στη λαϊκή υποστήριξη τις επεκτατικές-ιμπεριαλιστικές στρατηγικές του κράτους.