Μια σύντομη συνάντηση δυο ανθρώπων -μια ολότητα- που επιθυμούν να ενωθούν, μα λένε και κάνουν τα πάντα για να παραμείνουν μόνοι -ένα σύνολο αυτοτελών στιγμιότυπων-.
Αυτή η προσπάθεια των ψυχών και των σωμάτων τους εκφράζεται μέσω εσωτερικών μονολόγων, θεατρικών διαλόγων, αφηγήσεων και ποιημάτων .
Παρακολουθούμε την ιστορία σ’ ένα πλοίο και στη συνέχεια σ’ ένα πανδοχείο υπό το βλέμμα, την κρίση και την κυριαρχία του πανδοχέα, του οποίου η παρουσία είναι διαρκής και διακριτική ως ακέραιου γνώστη και Παρατηρητή.
Από την εισαγωγή του βιβλίου:
Για πόσο ακόμη θα κάθομαι έτσι ακίνητη στην πιστή μα αφιλόξενη σήμερα καρέκλα μου, σφίγγοντας με τα δάχτυλα τη λιγδιασμένη κουπαστή; Δεν παύει όμως αυτή η καρέκλα να είναι και η μόνη θέση που δε θα νοιαζόταν κανένας άλλος να αξιώσει. Αν υπήρχε κάποιος τριγύρω.
Από τη στιγμή που κατάλαβα ότι η καρέκλα μου είναι η μόνη -φαντάζομαι- αποδεδειγμένη γνώση καθώς και η μόνη -ελπίζω- αμετάβλητη κατάσταση που θα έχω τη χαρά να βιώσω, δεν την αποχωρίζομαι ούτε στα ταξίδια. Θέλω δε θέλω έχω κολλήσει μαζί της. Την κουβαλάω παντού. Άλλοτε παραλύω για καιρό πάνω της, άλλοτε με κόπο αφήνω ένα κενό να αιωρείται ανάμεσά μας, πού και πού στηρίζομαι και βηματίζω γύρω της κι αν βρεθώ σε μεγάλα κέφια, τολμώ ακόμη και κάποια ακροβατικά. Μα πάντα παραμένω περίεργη για το αν θα με ρουφήξει ή ακόμη χειρότερα με ποια πρόφαση θα μ’ εγκαταλείψει.
Σήμερα απλά κάθομαι ήσυχη. Έχω γαντζωθεί στην κουπαστή και πάω, γιατί πεθύμησα να βρεθώ ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν μεν προορισμό, μα δεν κρατούν οι ίδιοι το τιμόνι. Ταξιδεύουμε μερικές μέρες τώρα και ήδη έχω αρχίσει να μετανιώνω γι’ αυτή μου την επιθυμία. Γέρνω το κορμί μου μπροστά προς στον γκρίζο ωκεανό.
Μα τι περίμενα; Καμία έκπληξη δεν έκρυβε τελικά το απομεσήμερο. Η ίδια ταραχή του νότιου. Ύπουλη. Υπόκωφη. Καμία έξαρση στην επιφάνεια του νερού. Μόνο φαρδιά απλώματα να σκάνε βουβά και ήπια.
Κι όμως, η ταραχή μεταφέρεται κι αντανακλά μέχρι τον άλλον κόσμο, τον δικό μου. Τον συμπαγή. Τεράστια ταραχή, ανυπόφορη κι όλο κινδύνους. Τι να συμβαίνει άραγε στο υγρό ενδιάμεσο; Δεν μπορώ ν’ αντιληφθώ. Κάτι αλλάζει και δεν καταφέρνω να το προσδιορίσω. Ίσως γιατί, όσο χώρο κι αν μου διαθέτει το κινούμενο μέσο που με περιέχει, τόσο εγώ διστάζω να κινούμαι. Ή μήπως επειδή αυτό το ενδιάμεσο γλιστράει μεταξύ εμού και των άλλων ταξιδιωτών, αλλά όχι από τον ένα προς τον άλλον;
Ελευθερώνω τα δάχτυλά μου με προσπάθεια, σηκώνομαι και γυρίζω την πλάτη στο μονότονο υγρό τοπίο. Ρίχνω αδιάφορες ματιές πότε τριγύρω και πότε χαμηλά, μετρώντας λασπωμένες λιμνούλες θάλασσας πάνω στο ξέθωρο μεταλλικό γαλάζιο. Ψυχή στο κατάστρωμα.
Μα όχι. Κι εκείνη εκεί; Εγώ; Η Τάδε; Να, εκείνη που κάθεται πιο πέρα κουκουλωμένη στην τραχιά κουβέρτα. Που μόνο το δεξί της χέρι εξέχει και τρέχει πάνω στο χαρτί.
Ψυχή μου! Με το που την είδα, νιώθω και τα δικά μου χέρια ανήσυχα, μα παγωμένα. Προσπαθώ να τα κρύψω μέσα στις μασχάλες. Δεν υπακούν. Ξανακάθομαι και τα χώνω ανάμεσα στα γόνατα. Δεν ησυχάζουν. Νομίζω πως φαίνομαι στα μάτια της. Δε με νοιάζει. Μόνο να ζεσταθώ πριν από τις συστάσεις. Σηκώνομαι αποφασιστικά για να την πλησιάσω.
Μα τι δουλειά έχει τώρα αυτός ο άντρας και τριγυρίζει σαν χαμένος ανάμεσα στα τραπέζια και τους πάγκους;
Την πλησιάζει. Κοντοστέκομαι. Κάθεται απέναντί της. Συγκεντρώνομαι.