Δέν ἔχω τήν ἀξίωση νά πῶ κάτι καινούργιο γιά τήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση – τά περισσότερα ἔχουν εἰπωθεῖ καί θά εἰπωθοῦν ἀπό ἄλλους, ἀσύγκριτα ἁρμοδιότερους. Ἀλλά αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά στοχαστῶ, λιγότερο μέ τίς μετρημένες ἱστορικές μου γνώσεις καί πιό πολύ μέ τήν παράδοξη γνώση τήν ὁποία χαρίζει ἡ λογοτεχνία, τί εἶναι αὐτό τό θαῦμα μέσα στό ὁποῖο φωλιάζει ἐξαρχῆς τό σπέρμα τῆς τραγωδίας: αἴφνης ἡ πιό ἀρχαία χώρα τῆς Εὐρώπης, πού τή νόμιζαν νεκρή, ἀνασταίνεται ἀπό τίς στάχτες της. Κι ὡστόσο, τό θαῦμα δέν θά πάψει νά ὑπονομεύεται, νά ματαιώνεται –ἀλλά καί νά ξαναγεννιέται– πάλι καί πάλι στά διακόσια χρόνια τοῦ ἐλεύθερου νεοελληνικοῦ βίου. Τί σημαίνει γιά ἐμᾶς, τούς σημερινούς Ἕλληνες, τούτη ἡ ριζική τομή στήν τρισχιλιόχρονη πορεία αὐτῆς τῆς χώρας; Τί ἀντιπροσωπεύει γιά τή διαχρονική Ἑλλάδα μιά τόσο συνταρακτική ρήξη στόν ἀρχέγονο τρόπο τοῦ κοινοῦ μας βίου; Πόσο βαθιά αὐτή μᾶς μεταμόρφωσε μέσα σέ δύο αἰῶνες; Τί κερδίσαμε καί τί χάσαμε ἀπό τή στιγμή πού ἐνταχθήκαμε κατ’ ἀνάγκην στή χορεία τῶν ἐθνῶν τῆς νεωτερικῆς Εὐρώπης; Ἄραγε οἱ ἐντυπωσιακές πρόοδοι πού πετύχαμε ἀπό τότε, μέσ’ ἀπό μύριες δοκιμασίες, διαψεύσεις, ἀντιφάσεις καί καταστροφές, δικαιώνουν τήν ὕπαρξή μας στόν σημερινό κόσμο; Καί τί μπορεῖ νά μάθει τούτη ἡ ἱστορία στήν Εὐρώπη γιά τόν ἴδιο της τόν ἑαυτό;
Γ. Κ.