Εκεί που είχαν ζήσει
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-618-5461-04-1
Κίχλη, Αθήνα, 11/2020
1η έκδ., Ελληνική, Νέα
€ 15.50 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
23 x 15 εκ, 224 σελ.
Αγγλικά (γλώσσα πρωτοτύπου)
Περιγραφή

Ο ΡΕΫΜΟΝΤ ΚΑΡΒΕΡ, γνωστός στο αναγνωστικό κοινό κυρίως για τη διεισδυτική και κοφτερή πρόζα των διηγημάτων του, έδειχνε ωστόσο στην ποίη­ση την ίδια αφοσίωση με την πεζογραφία.

Ο Κάρβερ καλλιεργεί ένα είδος ποίησης που στηρίζεται σε ισχυρά βιώματα, είναι συγχρόνως διαυγής και αινιγματική και επιδιώκει συνειδητά την επικοινωνία με τον αναγνώστη. Πρόκειται για ένα γοητευτικό κράμα, στο οποίο βαρύνοντα ρόλο παίζουν η αναμέτρηση με τις πληγές του παρελθόντος, η αναψηλάφηση των οικογενειακών και ερωτικών σχέσεων αλλά και συναισθήματα γλυκόπικρα, όπως η δικαίωση και η δίψα για ζωή μπροστά στο αναπόφευκτο τέλος. Την ποίησή του, όπως εξάλλου και τα διηγήματά του, χαρακτηρίζουν η πύκνωση και η μινιμαλιστική αποτύπωση στιγμών και καταστάσεων, ενώ ο εσωτερικός κυματισμός των στίχων και ένα πλέγμα τολμηρών μεταφορών σε συνδυασμό με την πεζολογική υφή των ποιημάτων του συμβάλλουν στη δημιουργία του απολύτως προσωπικού του ύφους.

Η παρούσα ανθολογία, που αποτελείται από 57 ποιήματα, καθιστά σαφές πως τα διηγήματά του αξίζει να διαβαστούν υπό το λοξό φως των ποιημάτων του.

«Βρίσκομαι σε μια καλή στιγμή στη ζωή μου τώρα. Γράφω διηγήματα, γράφω και ποιήματα. Όταν άρχισα να ξαναγράφω διηγήματα, όλα τα ποιήματα που περιλαμβάνονται σε αυτόν τον τόμο φάνταζαν στα μάτια μου σαν ένα σπουδαίο δώρο. Τώρα, είναι μυστήριο για μένα το πώς προέκυψαν. Όμως ξεκίνησα ως ποιητής. Η πρώτη μου δημοσίευση ήταν ένα ποίημα. Πιστεύω λοιπόν ότι θα ήμουν μάλλον πολύ ευχαριστημένος, αν στην ταφόπλακά μου έγραφαν “ποιητής και διηγηματογράφος – και κατά περίσταση δοκιμιογράφος”. Με αυτή τη σειρά».

Από συνέντευξη του Κάρβερ στην K. Boddy, LRB 10:15 (1988)

F

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΖΗΣΕΙ

Όπου κι αν πήγαινε εκείνη τη μέρα βάδιζε

μέσα στο ίδιο του το παρελθόν. Περνούσε κλοτσώντας μέσα από σωρούς

αναμνήσεων. Κοιτούσε μέσα από παράθυρα

που δεν του ανήκαν πια.

Δουλειά και φτώχεια και να τους κλέβουν και στα ρέστα.

Εκείνο τον καιρό ζούσαν χάρη στη θέλησή τους,

αποφασισμένοι να είναι ανίκητοι.

Τίποτα δεν μπορούσε να τους σταματήσει. Όχι

για πολύ.

                                                 Στο δωμάτιο του μοτέλ

την ίδια νύχτα, τις πρώτες ώρες της ημέρας,

τράβηξε μια κουρτίνα. Είδε σύννεφα

να στοιβάζονται μπροστά απ’ το φεγγάρι. Πλησίασε

πιο κοντά στο τζάμι. Αέρας παγωμένος πέρασε

κι έβαλε το χέρι στην καρδιά του.

Σε αγαπούσα, σκέφτηκε.

Σε αγαπούσα πολύ.

Πριν σταματήσω πια να σ’ αγαπώ.