Τον Ιανουάριο του 1933, όταν ο Χίτλερ ανεβαίνει στην εξουσία, διακόσιοι περίπου ξένοι δημοσιογράφοι είναι διαπιστευμένοι στο Βερολίνο. Ελάχιστοι από αυτούς θα απελαθούν. Οι περισσότεροι θα παραμείνουν στην πρωτεύουσα του Ράιχ.
Αμερικανοί, Βρετανοί, Γάλλοι, όλοι τους καλοί γνώστες της Γερμανίας και συχνά γερμανόφιλοι, εργάζονται δηλώνοντας την πίστη τους στην ελευθερία του Τύπου. Οι καθημερινοί τους συνομιλητές, όμως, ονομάζονται Γκέμπελς ή Γκέρινγκ. Ενώ γύρω τους θα αρχίσουν σύντομα να μαίνονται οι διώξεις εναντίον Εβραίων και αντιφρονούντων, αυτοί παλεύουν να αποσπάσουν μια αποκλειστική δήλωση off the record ή να τους γίνει η χάρη να πάρουν συνέντευξη από τον δικτάτορα.
Γιατί δεν προειδοποίησαν τον κόσμο για την παραφροσύνη και τη βαρβαρότητα του χιτλερισμού; Ο σφοδρός αντικομμουνισμός των εργοδοτών τους, η ατμόσφαιρα μιας εποχής ανεκτικής στους δικτάτορες, η παράλυση μπροστά στα όσα πρωτόγνωρα αντικρίζουν τα μάτια τους, και χιλιάδες ακόμα λόγοι: όλα αυτά συμβάλλουν στο να επικρατήσει μια συλλογική μιντιακή τύφλωση που θα οδηγήσει, από το 1941 και μετά, στην πλήρη άρνηση του Ολοκαυτώματος.
Βασισμένο σε διεξοδική έρευνα των πηγών, το βιβλίο αποτελεί ένα συναρπαστικό χρονικό της καθημερινής ζωής των ξένων δημοσιογράφων στο Βερολίνο, από το 1933 έως το 1941. Μια αφήγηση που τη διαπερνά απ’ άκρου εις άκρον το εξής ερώτημα: Είμαστε βέβαιοι ότι διαθέτουμε σήμερα περισσότερα εφόδια για να κατονομάσουμε το Κακό;
***
Ένα σπουδαίο έργο για την ιστορία και τη δημοσιογραφία· συναρπαστικό και συγκινητικό βιβλίο, στο σταυροδρόμι της ιστορικής μελέτης και της δημοσιογραφίας.
France Inter
Ο Σνεντερμάν δεν καταγγέλλει απλώς τις σχέσεις συνενοχής που καλλιεργήθηκαν εκείνη την εποχή, αλλά καλεί το σύνολο των δημοσιογράφων να συνειδητοποιήσουν την ευθύνη τους σήμερα, που τα αυταρχικά και λαϊκιστικά κινήματα επιστρέφουν πανίσχυρα. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, χρειαζόμαστε μια δημοσιογραφία που θα στηρίζεται στη διορατικότητα, την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία.
Le Monde
Το βιβλίο διαβάζεται σαν μυθιστόρημα. Μας οδηγεί με επιτυχία μέσα στους διαδρόμους των εφημερίδων, την εποχή που όλοι οι δημοσιογράφοι συναγωνίζονταν ποιος θα ήταν ο πρώτος που θα έπαιρνε συνέντευξη από τον Χίτλερ· ή στο Βερολίνο, από όπου απελαύνεται η θαρραλέα ανταποκρίτρια Dorothy Thompson, ένοχη γιατί προσπάθησε να δώσει πρόσωπο και όνομα στους αφανείς Εβραίους που οδηγούνταν στην εξόντωση.
Le Point
Ιστορικό βιβλίο ή μελέτη για τη δημοσιογραφία; Ο συγγραφέας δεν επιλέγει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Και αυτό που ενδεχομένως θα αποτελούσε αδυναμία αποδεικνύεται εδώ προτέρημα – χάρη και στη ζωντανή πένα του συγγραφέα. Η ερευνητική δουλειά του είναι εντυπωσιακή.
Libération
Το βιβλίο διαβάζεται σαν ένα υπέροχο θρίλερ, έστω κι αν ξέρουμε ποιο είναι το τέλος.
Marianne
***
Ο Ντανιέλ Σνεντερμάν γεννήθηκε το 1958 στο Παρίσι. Σπούδασε ΜΜΕ και το 1979 άρχισε να εργάζεται στην εφημερίδα Le Monde. Υπήρξε για χρόνια δικαστικός συντάκτης της εφημερίδας και έγραψε αρκετά σχετικά βιβλία. Το 1992 ανέλαβε τη στήλη της κριτικής των ΜΜΕ. Το 2003, στο βιβλίο του Le Cauchemar médiatique, αποδοκιμάζει τη στάση της εφημερίδας του στην περίφημη διαμάχη γύρω από την έκδοση του επικριτικού για τη Le Monde βιβλίου των Pierre Péan και Philippe Cohen La face cachée du «Monde», με συνέπεια να απολυθεί. Ο Σνεντερμάν ξεκίνησε έναν τετραετή δικαστικό αγώνα και τελικά δικαιώθηκε. Σήμερα εργάζεται ως κριτικός των ΜΜΕ στην εφημερίδα Libération και διευθύνει το σάιτ Arrêt sur images.
Το βιβλίο του Βερολίνο, 1933: Η στάση του διεθνούς Τύπου μπροστά στον Χίτλερ τιμήθηκε με το βραβείο Assises du journalisme, 2019.
στο εξώφυλλο:
Φωτογραφία της Dorothy Thompson, συγγραφέως του βιβλίου I saw Hitler. Απελάθηκε από τη Γερμανία το 1934. (D.R.)
στο οπισθόφυλλο:
Φωτογραφία του Edgar Ansel Mowrer, ανταποκριτή της Chicago Daily News. Απελάθηκε από τη Γερμανία το 1933.
© James Abbe/Getty Images/Ideal Image