Τὸ ἑλληνικὸν κρατίδιον ἀπὸ τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 μέχρι τῶν ἡμερῶν μας ἔζησε βίον «νομικῶς» μὲν ἀνεξάρτητον, πραγματικῶς δὲ ἀποικιακοῦ ἢ νεοαποικιακοῦ τύπου. Οἱ ἐξωτερικοὶ συντελεσταὶ τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς πολιτικῆς του ὑπάρξεως ἐγκαίρως ἐνήργησαν κατὰ τοιοῦτον τρόπον, ὥστε νὰ ἐμποδισθῇ ἡ μελλοντικὴ φυσιολογική του ἀνάπτυξις καὶ εἰς τοὺς ἐθνικοαπελευθερωτικούς του στόχους καὶ εἰς τοὺς ὅρους τῆς κοινωνικῆς του χειραφετήσεως.
Ἐξ ἄλλου, ὅ,τι ἐπετεύχθη, ἐπετεύχθη πάντοτε καθ᾽ ὑπέρβασιν τῆς «προστάτιδος» συνταγῆς. Καὶ μόνον εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο εἶναι δυνατὸν νὰ καρποφορήσῃ μία ἐλπὶς ἐμπράγματος.
Ἡ καθυστέρησις εἰς τὴν ἐξέλιξιν θὰ πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ ἐκ τῆς δανειοδοτήσεως, ἡ ὁποία ἐπέτρεψεν εἰς τοὺς ξένους τελικῶς ἢ νὰ ἀξιοποιοῦν διὰ λογαριασμόν τῶν τὰς πλουτοπαραγωγικὰς δυνατότητας τῆς Ἑλλάδος, αἱ ὁποῖαι εἶναι ἄκρως σημαντικαί, ἢ νὰ ἐμποδίζουν τὴν ἀξιοποίησίν τῶν ἀπὸ ἑλληνικῆς πλευρᾶς, διὰ νὰ διατηροῦν τὴν ἐθνικὴν οἰκονομίαν εἰς ἐπίπεδον ἐπαιτούσης ἀγορᾶς.
Τό γενικὸν συμπέρασμα περιέχεται εἰς μίαν καὶ μόνην λέξιν, αὐτονόητον. Ὁ πραγματισμὸς βεβαίως μᾶς ἔχει διὰ σοβαρωτάτων ὄντως ἐπιχειρημάτων πείσει ὅτι εἶναι ἀδιανόητος καὶ ἀνεφάρμοστος δι᾽ ἕν μικρὸν κράτος ἡ ἀνεξαρτησία. Ἡ ἀντίκρουσις τῆς διαπιστώσεως εἶναι πράγματι ἀδύνατος, ἐὰν δὲν ἀναιρεθῇ ἡ πίστις αὐτὴ εἰς τὴν βάσιν της. Ἡ δυσπιστία καὶ ἡ ἀπραγμοσύνη διὰ τὴν ἀπόκτησιν τῆς ἀνεξαρτησίας μίαν καὶ μόνην βεβαίαν συνέπειαν ἔχει, τὴν διατήρησιν τῆς ἐξαρτήσεως.