Αυτή η ιστορία μιλάει για ένα ξωτικό που το έλεγαν Χόμπο. Με δέρμα κάτασπρο, μάτια λαμπερά, ανάκατα μαλλιά και αυτιά μυτερά. Όταν ήταν μικράκι ζούσε σε ένα μέρος μακρινό πίσω από ένα βουνό, στα δυτικά μιας λίμνης κάτω από ένα ξέφωτο. Από εκεί ξεκινούσε κάθε φορά τα ταξίδια του. Οι φανερές διαδρομές και τα κρυφά μονοπάτια που ακολουθούσε έγιναν σημάδια, σύμβολα, σχέδια, χάρτες. Μήπως τελικά κατάφερε να ανακαλύψει μια ολόκληρη γλώσσα;