Τα "Ροκ ημερολόγια" θα μπορούσαν να εκληφθούν ως ένας τόμος `προφορικής ιστορίας` και συλλογή φωτογραφικών τεκμηρίων, που παρέχει στον σημερινό αναγνώστη σημαντικές πληροφορίες για τις νεανικές υποκουλτούρες στην Ελλάδα, στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Φρικιά, μεταλλάδες, χούλιγκανς, πανκιά, ντισκόβιοι-καρεκλάδες, νιουγουεηβάδες.
Διαβάζοντας το βιβλίο, θα ανακαλύψουμε πάμπολλα στοιχεία για τις αργκό της εποχής, πολύ πιο βαθιά από τις κοινοτοπίες που αναπαρήγαγαν οι φτηνές βιντεοταινίες των 80s: "Τσινάρια, λεχάρια, σαβαθιανοί και σκορπιονάδες, μουσική τρόμπα, λαϊκοί [Έλληνες]". Θα μπορέσουμε να χαρτογραφήσουμε επακριβώς τα στέκια και τους χώρους συνεύρεσης της εποχής: Σοφίτα, Άρης, Αρετούσα, Mad, Dragonfly, Cult. Θα μπορέσουμε να ακούσουμε τις υπόκωφες σκέψεις της εφηβείας - σκέψεις που ίσως να έχουν πλέον ξεχάσει ακόμα κι εκείνοι που τότε τις έκαναν.
Και κάπου εδώ βρίσκεται το κλειδί για την ανάγνωση από όσους δεν ενδιαφέρονται για ερωτήματα κοινωνιολογικά, ούτε ιστορικά, ούτε ακαδημαϊκά. Για μια μερίδα των σημερινών αναγνωστών -όσων η ηλικία είναι κοντά στα πενήντα- η λέξη κλειδί είναι νοσταλγία. Όχι ως αναψηλάφηση των εφηβικών εμπειριών -σαν να κοιτάμε τις παλιές φωτογραφίες και να χαμογελάμε μελαγχολικά χαϊδεύοντας το φαλακρό μας κεφάλι- αλλά ως δικαιωτική αφετηρία. Ως αφορμή για την αφήγηση μιας βιογραφίας που αξίζει να αφηγηθούμε. Για τους νεότερους, εκείνους που δεν είχαν καν γεννηθεί όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, η λέξη κλειδί είναι μύθος. Και οι μύθοι αποτελούσαν ανέκαθεν πρόσφορο υλικό για να στερεοποιηθεί η αυτοεικόνα των ανθρώπων, να συγκροτηθεί ένα είδος αυτογνωσίας...
Γιατί τα "Ροκ ημερολόγια του Γιώργου Τουρκοβασίλη, είναι ένα αντι-αρχείο που διασώζει όχι μόνο όσα η επίσημη δημοσιογραφική και ιστοριογραφική καταγραφή αδυνατούσε να αποτυπώσει αλλά και, σε επίπεδο ενήλικων πλέον υποκειμένων, όσα είχαν συχνά άτσαλα παρατοποθετηθεί στη μνήμη.