Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε στα βαθιά αλμυρά νερά μια όμορφη κοπέλα που την έλεγαν Θάλασσα. Τα μάτια της ήταν γαλανά και τα μαλλιά της τόσο μακριά, που απλώνονταν ως τα πέρατα της Γης. Η Θάλασσα είχε το σπίτι της στα βαθιά πεντακάθαρα νερά, εκεί που έφταναν οι ακτίνες του Ήλιου. Ζούσε ευτυχισμένη εκεί και πότε πότε ανέβαινε στην επιφάνεια του νερού για να μιλήσει με τον Ήλιο, που ζέσταινε τα νερά και τους έδινε ζωή. Όμως, ένα πρωινό, όταν όλοι ξύπνησαν δεν έβλεπαν πια ο ένας τον άλλον. Μια περίεργη μυρωδιά πλανιόταν παντού. Τα νερά είχαν σκοτεινιάσει και δεν ήταν λαμπερά όπως πριν. Τα πράγματα ήταν σοβαρά. Η Θάλασσα αισθανόταν πολύ άσχημα, γιατί στα απέραντα μαλλιά της είχε κολλήσει το μαύρο, πηχτό υγρό. Ποιος είχε κάνει άραγε αυτό το κακό; Τα πλάσματα των αλμυρών νερών έπρεπε να το μάθουν για να σώσουν τη Θάλασσα.