Με τον Παπαδιαμάντη και τον Καρκαβίτσα η Νεοελληνική ηθογραφία άρχισε να φωτίζει το δικό μας δρόμο, και είδαμε τότε πρώτη φορά με καθαρά μάτια την ελληνική καταπράσινη πλάση γύρω μας, τα γαλάζια βουνά, τους μυρωμένους κάμπους, τα ποτάμια και τις ρεματιές, τους φιδωτούς δρόμους, τα αραιά δάση από ελιές, από πεύκα, από έλατα, τις πλατιές λαγκαδιές και τα στενά διάσελα, γνωρίσαμε τα πρόσωπα των απλών ανθρώπων, μπήκαμε στις καρδιές τους μέσα, νιώσαμε τις ελπίδες και τους πόνους τους, παρακολουθήσαμε τη δουλειά, το γλέντι, τον καημό τους, ταξιδέψαμε με τους θαλασσινούς και τους αγωγιάτες, δακρύσαμε στις συμφορές τους και γελάσαμε στις παραξενιές τους.
Περισσότερο όμως απ` οτιδήποτε άλλο η ηθογραφία των δύο δημιουργών συνετέλεσε στο να κατανοηθεί ότι η νέα Ελλάδα είναι μία πραγματικότητα διαφορετική από την αρχαία, περισσότερο βυζαντινή. Αυτό μας βοηθάει να κατανοήσουμε πώς, και ο Παπαδιαμάντης με την ντοστογεφσκική του ηρωίδα, και ο Καρκαβίτσας με τον διεστραμένο αλλά πανούργο Θεσσαλό ζητιάνο που έφερε άνω-κάτω τον νομό Λαρίσης, πρόσωπο κακοπληροφορημένου νατουραλισμού τύπου Ζολά, δεν αποτελούν πρότυπα ελληνικότητας. Γιατί λείπει η ανανεωτική συμμετοχή στην ανάπλαση όσο και στην εμβάθυνση στη λαϊκή ζωή.
Μα πάνω απ` όλα, αυτοί οι δύο μεγάλοι ηθογράφοι μας τόνωσαν την αγάπη για την ωραία πατρίδα μας που αρχίσαμε να την αγαπούμε κρατώντας, μικρά παιδιά, τις χάρτινες σημαιούλες με τις εννέα ταινίες του "ελευθερία ή θάνατος", κάτω από τους ήχους του ύμνου της λευτεριάς.