«Ονειρεύεσαι, σημαίνει λες ψέματα στον εαυτό σου, και για να λες ψέματα στον εαυτό σου πρέπει πρώτα να μάθεις να λες ψέματα σε όλους», λέει ο ήρωας του Ένα έγκλημα. Φράση που συνοψίζει τέλεια τη σκληρή και παγωμένη ατμόσφαιρα που βασιλεύει στη Μεζέρ (στα ελληνικά η λέξη σημαίνει «μέγαιρα»), μία μικρή πολίχνη στην οποία φτάνει ένα βράδυ ο νεαρός ιερέας που περίμεναν για να αντικαταστήσει τον εφημέριο που πέθανε πρόσφατα. Δεν έχει εγκατασταθεί καλά-καλά, και ξυπνά μέσα στη νύχτα την υπηρέτρια του προκατόχου του λέγοντάς της ότι του φάνηκε ότι άκουσε φωνές και πυροβολισμούς. Πράγματι, μια ηλικιωμένη γυναίκα έχει δολοφονηθεί στον πύργο της. Αλλά σ’ έναν κοντινό λόφο βρίσκεται νεκρός και ένας άνδρας, ο δολοφόνος της ίσως. Σαν να μην έφταναν αυτά, η κυρία Λουίζ, η οικονόμος του πύργου, παίρνει μία θανατηφόρα δόση μορφίνης, ενώ δεν αργεί να βρεθεί και το πτώμα ενός αγοριού της εκκλησιαστικής χορωδίας να επιπλέει στο ποτάμι. Ο αναγνώστης υποψιάζεται, φυσικά, ότι ο νεοφερμένος παπάς, ο οποίος εξαφανίζεται, δεν είναι άσχετος με όλους αυτούς τους θανάτους. Νομίζει ότι έχει καταλάβει –αλλά δεν έχει καταλάβει τίποτα...
Σ’ ένα μυθιστόρημα μεταξύ αστυνομικού είδους και πνευματικής περιπέτειας, ανάμεσα στον λυρισμό του ύφους και τη δυσφορία που προκαλούν οι έρευνες, ο Μπερνανός δεν αφήνει τον αναγνώστη να πάρει ανάσα μέχρι την τελευταία σελίδα. Η λύση του μυστηρίου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έως και σκανδαλιστική για την εποχή που γράφτηκε το μυθιστόρημα.