Νόμιμο τεκμήριο καθιερώνεται, όταν ο πιθανολογικός συλλογισμός, σύμφωνα με τον οποίο επί συνδρομής ορισμένου πράγματος είναι πιθανή (απλώς δυνατή ή σχεδόν βέβαιη) η ύπαρξη ενός άλλου (πραγματικού γεγονότος ή δικαιώματος ή έννομης σχέσεως ή καταστάσεως), παύει να συνιστά απλή κρίση και ενδύεται τον μανδύα του κανόνα δικαίου (άρθρ. 338 ΙΙ ΚΠολΔ). Ο βαθμός της εν λόγω πιθανότητας είναι κατά κανόνα και ο γνώμονας της θεσπίσεως του νομίμου τεκμηρίου ως μαχητού ή, αντιθέτως, ως αμάχητου. Με σημείο αναφοράς το αντικείμενο του τεκμηρίου, τούτο διακρίνεται σε τεκμήριο πράγματος (: πραγματικού γεγονότος) ή τεκμήριο δικαιώματος (ή έννομης σχέσεως ή καταστάσεως). Το νόμιμο τεκμήριο είναι αρχαιότατο εργαλείο της νομικής τεχνικής με βαθιές ρίζες στον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό αναγόμενες στο βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο. Απαντά έως σήμερα συχνότατα στις εθνικές δικαιοταξίες των κρατών της Ευρώπης - του ελληνικού δικαίου ασφαλώς συμπεριλαμβανομένου – αλλά και παγκοσμίως. Συγκαταλέγεται αναμφίβολα σε μία θεμελιώδη εννοιολογία, κοινή για ολόκληρο τον δυτικό νομικό πολιτισμό· και αποτελεί ουσιώδες μέρος του ενιαίου οπλοστασίου του.
Παρά την εκτεταμένη θεωρητική του επεξεργασία το εργαλείο αυτό της νομικής τεχνικής εξακολουθεί, εντούτοις, να εμφανίζει αινιγματικές πτυχές· και μάλιστα ήδη στο θεμελιώδες επίπεδο της οριοθετήσεως των πρωτευόντων στοιχείων του εννοιολογικού του πυρήνα, βάσει των οποίων τούτο διακρίνεται από έτερες συγγενείς νομικές μορφές, όπως τη δια τεκμηρίων (έντεχνη) απόδειξη, τα διδάγματα της κοινής πείρας, τις ειδικές ερμηνευτικές και συμπληρωτικές διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, τα δικαστικά τεκμήρια, την εκ πρώτης όψεως («prima facie») απόδειξη, τη μείωση του μέτρου αποδείξεως, την αντιστροφή του βάρους αποδείξεως· και ιδίως, το πλάσμα του νόμου. Δυσχερής είναι επίσης η διάκριση των γνήσιων από τα καλούμενα μη γνήσια (ή νόθα ή καταχρηστικά) τεκμήρια. Περαιτέρω, πλήθος ερμηνευτικών ζητημάτων – απτομένων τόσο του ουσιαστικού όσο και του δικονομικού δικαίου - αναφύονται κατά την εξέταση της φύσεως και της αποδεικτικής λειτουργίας των νομίμων τεκμηρίων. Ενδεικτικώς ερωτάται: Ποια η ακριβής φύση της αποδεικτικής προσπάθειας ανατροπής του; Το αμάχητο τεκμήριο πράγματος επιτελεί πράγματι αποδεικτική λειτουργία όπως εκείνη του μαχητού ή πρόκειται για αυτοτελή γνήσιο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου; Η θέσπιση αμάχητων τεκμηρίων είναι συμβατή με το άρθρο 20 Σ και το άρθρο 6 Ι της ΕΣΔΑ και το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο αυτής; Ποια η ακριβής φύση, η αποδεικτική λειτουργία και το αντικείμενο του νομίμου τεκμηρίου δικαιώματος; Είναι ο θεσμός του δεδικασμένου αμάχητο τεκμήριο δικαιώματος (ή αλήθειας ως προς τη συνδρομή του); Ποια η λειτουργία του βάρους επικλήσεως επί εφαρμογής νομίμου τεκμηρίου; Από την άποψη του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, εφαρμοστέα τα νόμιμα τεκμήρια της lex causae ή εκείνα της lex fori; Ποια η αντιμετώπιση της παραβιάσεως του κανόνα του νομίμου τεκμηρίου στο πεδίο της αναιρέσεως; κ.ο.κ. Την ανθεκτικότητα του νομίμου τεκμηρίου ως νομοτεχνικού μέσου καταδεικνύει η αναμφίλεκτη ένταξή του πλέον και στη φαρέτρα του ευρωπαίου νομοθέτη.
Η επισκόπηση της νομοθετικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ενώσεως καταδεικνύει ότι το νόμιμο τεκμήριο - από αιώνων οικείο και αποτελεσματικό νομοτεχνικό μέσο - απαντά πλέον συχνά και σε ευρωπαϊκά νομοθετήματα· κατεξοχήν του παραγώγου δικαίου των Κανονισμών και των Οδηγιών. Η διαπίστωση αυτή διεγείρει το ερώτημα, αν τα πορίσματα της μακροχρόνιας μελέτης του νομίμου τεκμηρίου ισχύουν – τουλάχιστον καθολικώς και απαράλλακτα - και εδώ. Τα ανωτέρω δεδομένα επιβάλλουν μία συστηματική, ενιαία και καθολική θεώρηση του νομοτεχνικού αυτού μέσου τόσο στο πεδίο του ελληνικού, όσο και σε εκείνο του ενωσιακού δικαίου. Σε αμφότερα τα εν λόγω πεδία, οι επιμέρους μελέτες, παρά την αναμφίλεκτη επιστημονική τους σπουδαιότητα, αντιμετωπίζουν, κατά κανόνα, μερικώς και αποσπασματικώς ορισμένα ειδικά σχετικώς αναφυόμενα ζητήματα.
Οι ανάγκες όμως ιδίως της πράξεως επιβάλλουν την αναγωγή από τα επιμέρους στην καθόλου εποπτεία του συζητούμενου νομοτεχνικού εργαλείου, προκειμένου να οικοδομηθούν κοινές λύσεις των καθ’ έκαστον προβλημάτων. Η προκείμενη μελέτη καλύπτει το βιβλιογραφικό αυτό κενό. Είναι ένα αναγκαίο βοήθημα τόσο για τον ερμηνευτή όσο και για τον εφαρμοστή του εθνικού και του ευρωπαϊκού δικαίου.